Αν το απλοϊκό μυαλό μου έπιασε καλά το νόημα της Δαρβίνειας θεωρίας, μια ανωμαλία μπορεί να οδηγήσει σε εξέλιξη του είδους.
Η Laura Veirs γεννήθηκε στο Κολοράντο και το 1997 μετακόμισε στο Σιάτλ. Πιτσιρίκα περνούσε το χρόνο της εξερευνώντας το νερό, τα χιόνια, τα αστέρια και της βουνοκορφές της περιοχής της. Την αίσθηση αυτή της εξερεύνησης και της περιπέτειας την μετέφερε και στα τραγούδια της, που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν με οικονομία λόγου ως post-folk. Με σπατάλη λέξεων θα έλεγες ότι διολισθαίνουν προς την θλιμμένη country, ποιητικό rock και τα ωμά blues. Όσον αφορά το πνεύμα που τα διακατέχει, η ίδια η Laura Veirs το προσδιορίζει σαν το πνεύμα του ωκεανού και του Moby Dick. Για τη τεχνική της σύνθεσης αποκαλύπτει ότι τα τραγούδια της, τα γράφει με και για την κιθάρα της, αλλά πάντα έχει στις πίσω γωνίες του μυαλού της, την αγωνία και την περιέργεια πως θα ακούγονται με τη προσθήκη των οργάνων που χρησιμοποιούν οι The Tortured souls, το συγκρότημα που ενίοτε τη συνοδεύει.
Το 'Ether sings', η εναρκτήρια κλωτσιά του cdιου, χαρακτηρίζεται από spooky φωνητικά και ήχους, καθώς και από την σπαρακτική κορύφωση από τα έγχορδα στο φινάλε του. Στο 'Icebound stream', συγκλονιστικό το ανεβοκατέβασμα της φωνητικής μελωδίας και η ενορχήστρωση με μπάντζο και βιόλα -φέρνει λίγο στο 'Ghost dance' της Patti Smith. Το 'Rapture' και το 'Lonely angel dust' που ακολουθούν χαμηλώνουν και άλλο τις στροφές, ενώ η έκπληξη σκάει στην εισαγωγή του 'The cloud room', με τονισμένα τύμπανα και με στίχους όπως "μουσική στον αέρα από περασμένους αιώνες", που αποκαλύπτουν το διαχρονικό μεγαλείο και την παγκοσμιότητα της μουσικής.
Το 'Wind is blowing stars' έχει την γλυκιά χαριτωμενιά με το μεταλλόφωνο στην ενορχήστρωση σε αντίστιξη με την επιτηδευμένη οργή στη φωνή της Veirs. Στο 'Shadow blues' αναδεικνύεται το αέναο παιχνίδι της σκιάς και του φωτός, του φόβου και της ελπίδας, του ακίνητου και του αεικίνητου, στρογγυλεμένο από την μελαγχολική ενορχήστρωση. Το 'Anne Bonny rag' είναι ένα καταπληκτικό instrumental θέμα που στηρίζεται στο αξεδιάλυτο σύμπλεγμα των οργάνων και έχει χροιά κλασικής μουσικής. Το 'Chimney sweeping man' και το 'Blankened anchor', αν και παράταιρα μεταξύ τους δείχνουν τάσεις για rock στροφή και πειραματισμούς. Τέλος το 'Riptide' που είναι και τα γράμματα του τέλους, είναι μία ακόμη μπαλλάντα ενταγμένη στο γενικότερο κλίμα του cdιου. Το 'Carbon glacier' γενικά είναι χαμηλότονο, σιγανό, αλλά πλήρες βουβών εκρήξεων.
Ίσως η Laura Veirs, που φέρνει και λίγο στην Ani DiFranco, να είναι η ανωμαλία που θα ανοίξει τους δρόμους της εξέλιξης στην folk μουσική. Καλό είναι λοιπόν να τη χαρείς τώρα που είναι φρέσκια και λαχταριστή!