Wilderness Of Mirrors
Ο καλός δίσκος του Lawrence που δεν έχει σχέση με Αγγλία και Felt. Του Άρη Καραμπεάζη
Τι είναι άραγε αυτό που κάνει ένα μίνι αριστούργημα των Throbbing Gristle, των Cindytalk... ή και του (πολυηχογραφότατου) Lawrence English ακόμη, να ξεχωρίζει όχι μόνον από τον έξωθεν ανταγωνισμό, αλλά και από τυχόν αδύναμες προσπάθειες των ίδιων αυτών δημιουργών, που άλλοτε μας ενθουσιάζουν, και άλλοτε μας ακούγονται ύποπτα επαναλαμβανόμενοι και σχεδόν αδιάφοροι (γνωρίζω ότι για πολλούς οι TG δεν έχουν αδιάφορες στιγμές, αλλά όχι πάντως για μένα). Τι μπορεί να κάνει τη διαφορά σε τόνους από αφαιρετικά θορυβώδεις υποβιομηχανικές ηχογραφήσεις, αφ' ης στιγμής αφού κάποιος κατακτήσει την τεχνική τους, είναι "μάλλον εύκολο" να κατακτήσει και την κορυφή τους, η οποία δεν απαιτεί πολύπλοκα στιχάκια, smart μελωδίες και υψηλά νοήματα, ενώ επιπλέον έχει το προνόμιο να αυθυποβάλει τον ακροατή με την συνήθη σοβαρότητα και σκοτεινότητα που την περιβάλει;
Ασφαλώς και δεν ξέρω την απάντηση. Ξέρω όμως ποιος δίσκος του Lawrence English μου αρέσει και ποιος δεν μου αρέσει. Και από ότι βλέπω (διαβάζω) το ίδιο συμβαίνει και με τους περισσότερους εκεί έξω, που λίγα ενδιαφέροντα βρίσκουν να πουν για τις συνεχείς ηχογραφήσεις μετά το The Peregrine του 2011, ακόμη και για το δόλιας έμπνευσης και ονοματοδοσίας For/Not For John Cage, του 2012. Μου αρέσει αυτός (ο συγκεκριμένος δηλαδή για τον οποίο μιλάμε τώρα), που με τον που τον βάζω να παίξει αλλάζει η ατμόσφαιρα στο χώρο, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που καμία ατμόσφαιρα δεν μένει ίδια όταν ξέρει ότι σε λίγα δευτερόλεπτα θα ακολουθήσει και πάλι το ανυπέρβλητο ρεφρέν του Somebody Put Something In My Drink των Ramones. Το αποτέλεσμα και οι αντιδράσεις πρέπει να είναι πάντα το ίδιο έντονες. Και για όποιον μπορεί και ακούει, τα έξι και κάτι λεπτά του εναρκτήριου The Liquid Casket εμπεριέχουν ατελείωτες ποσότητες από την πιο ουσιαστική αγριάδα του punk, χωρίς να χρειάζεται να κατέβουν στους δρόμους για να το αποδείξουν.
O Αυστραλός δημιουργός κινείται σε όλες τις εκφράσεις μιας τέχνης που κύρια αυτοπροσδιορίζεται, ακόμη και αν έχει σαφή εξωτερικά ερεθίσματα ως αφορμές (ο εν λόγω δίσκος αναφέρεται ήδη από τον τίτλο σε ένα ποίημα του T.S. Eliot και -θεωρητικά- ακολουθεί τα νοήματα του) και όταν έχει να κάνει με τον ήχο, είναι ισόποσα προσεχτικός και γενναιόδωρος. Η Room 40, στην οποία κυκλοφορεί ο δίσκος, είναι δική του ιστορία, ενώ κατά καιρούς αναλαμβάνει εκθέσεις, εγκαταστάσεις, τεχνικά έργα και αναστηλώσεις ιερών ναών (της τέχνης), καθώς και ποιημάτων όπως προείπαμε.
Το Wilderness Of Mirrors είναι αποτέλεσμα ηχογραφήσεων που διήρκεσαν δύο χρόνια, είναι περισσότερο αρμονικό, παρά ενοχλητικό, ακολουθεί την διαδικασία του να σε ξενερώνει εκεί που πάει να σε ξεσηκώσει, αλλά με προσεχτικό -που λέγαμε τρόπο- οι επαναλήψεις του είναι μετρημένες σε βαθμό που δεν σε κάνει να χάνεις το μέτρημα. Αν ήμασταν site που κάνει συγκριτικά τεστ τηλεοράσεων, αυτοκινήτων και προενισχυτών θα μπορούσαμε να το βάλουμε δίπλα- δίπλα με το Abandon της Pharmakon, και να αποδείξουμε ότι ακόμη και σε έναν κόσμο χωρίς τραγούδια για να πιστέψει κανείς, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις και πρακτικές, που εδώ κύρια έχουν να κάνουν με την νεανική ορμή του επίσημου ντεμπούτου, απέναντι στην υπομονή της τριακοστής και βάλε κυκλοφορίας.
Αν η Pharmakon μπορεί να γράψει το ανεπίσημο δύστροπο soundtrack της εξέγερσης, ο Lawrence English - με το εκπληκτικό αυτό ονοματεπώνυμο, που ούτε παραγγελία να το είχε για τη μουσική που κάνει- αναλαμβάνει να ντύσει μουσικά την απαραίτητη θλίψη της επόμενης της εξέγερσης ημέρας, και αν κάποιος τα βάλει κάτω και τα δύο, αυτό με το οποίο θα περάσει περισσότερες ώρες και ημέρες θα είναι η θλίψη και όχι η εξέγερση. Η αξία των στιγμών όμως δεν μετράται από την διάρκεια τους ως γνωστόν, συνεπώς η οργισμένη Αμερικανίδα κερδίζει στο νήμα, ενώ ο νηφάλιος Αυστραλός μέχρι να ολοκληρωθεί αυτό το review, το πιθανότερο είναι ότι θα μετράει μια-δυο κυκλοφορίες ακόμη.