Η Νέα Υόρκη είναι ένα μουσικό καζάνι που βράζει ακατάπαυστα επί δεκαετίες, μην πω (που θα το πω) σχεδόν επί αιώνα. Είναι μια πόλη που αλλάζει, αλλά μαζί αλλάζουν και τα ρεφρέν της.
Ο James Murphy, γνωστός ήδη πριν τους LCD Soundsystem ως ένας εκ των δύο παραγωγών της DFA, είναι από κείνους τους γνήσιους γόνους, που κάθε πόλη που ενέχει μέσα της ό,τι πολιτισμικό ετερόκλητο υπήρξε σ' αυτόν τον πλανήτη, θέλει να έχει. Είναι ένας νεοϋορκέζος με βούλα.
Αυτό που ξεγέλασε γενικώς και οδήγησε στην ευρεία διάδοση στα όρια του κιτς το full-length ντεμπούτο "LCD Soundsystem" του 2005, αλλά και των singles που προηγήθηκαν αυτού, οφειλόταν εν μέρει (μπορεί και καθ' ολοκληρία) σ' αυτόν και μόνον τον τετριμμένο πάρτι χαρακτήρα του, στον οποίον η όποια εικόνα λειτουργούσε ως χορευτική nightclubbing αναπαράσταση περισσότερο και λιγότερο ως ένα παράθυρο σε μια πραγματικότητα βαθύτερη.
Η υποψία πως σκόνταψες όλως τυχαίως σε κάτι πολύ οικείο, αλλά συνάμα και κάπως αλλόκοτο, συνεχίζεται και στο φετινό "Sound Of Silver". Εδώ, ωστόσο, υπάρχουν μερικές αλλαγές που βαραίνουν, αλλαγές που συνέβησαν στην ενδιάμεση διετία και εντέλει καθιστούν το παρόν άλμπουμ συνολικά πιο αξιόλογο ως αποτέλεσμα.
Η πρώτη παρατήρηση έχει σχέση με το στιλιστικό μέρος. Στα μόλις εννιά τραγούδια του νέου δίσκου, το γνωστό ανακάτεμα όλων των χορευτικών στοιχείων που μπορεί να συναντήσει κανείς στη δισκογραφία και να έχουν ως δεύτερο συνθετικό -punk, -funk κ.λπ. δεν είναι πια τόσο αυστηρά dancefloor-oriented όσο παλιότερα. Έχει αποκτηθεί μια πιο cool αισθητική.
Η δεύτερη, έχει να κάνει με τις εσωτερικές ζυμώσεις. Αυτές έπαψαν να είναι μονάχα προνόμιο του μυαλού του Murphy κι ας παραμένει ο αδιαφιλονίκητος ιθύνων νους πίσω από τους LCD Soundsystem. Ας πούμε, τα πέντε από τα τραγούδια εδώ τα μοιράζεται συνθετικά με άλλους (ολόκληρο το παλιότερο ρεπερτόριό τους και να ψάξεις δεν θα βρεις τόσα). Οι Tyler Pope και Patrick Mahoney μέχρι πρότινος ήταν τα βασικά μέλη, ο κορμός, για τις ζωντανές εμφανίσεις του γκρουπ. Τώρα φαίνεται να αποκτούν έναν ενεργότερο ρόλο, να συμμετέχουν και αυτό βγαίνει σε εμφανές όφελος για όλους.
Το "Sound Of Silver" μέσα στα πρώτα τρία του τραγούδια έχει δώσει το στίγμα της θετικής επικινδυνότητάς του. Το εναρκτήριο "Get Innocuous!" είναι η πασαρέλα όπου περνούν όλες οι επιρροές του James Murphy, από A Certain Ratio και New Order, μέχρι Roxy Music εποχής "Siren", περιτυλιγμένες με εκείνες τις ειρωνικές φωνητικές μανούβρες του Mark E. Smith. Σπουδαίο κομμάτι. Το ακόλουθο "Time To Get Away" είναι να ψάχνεις για κρυμμένη ένδειξη κάπου στο booklet με την υπογραφή του Prince. Το εξαιρετικό "North American Scum" είναι το καινούργιο opus που επί χρόνια περιμένεις από τον David Byrne, αλλά αυτός πλέει σε πελάγη μετριοτήτων. Είναι ίσως το πιο δεικτικά zeros νεοϋορκέζικο τραγούδι από την εποχή του "Intensify" από το πρώτο των !!! (στους οποίους μην ξεχνάμε ότι επίσης παίζει ο Tyler Pope). Εξαιρούνται επίτηδες όλα τα πρόσφατα των Antibalas για να μη δυσκολέψουν τα πράγματα δυσαναλόγως.
Και μετά από μια εμφανή κοιλίτσα με ανοικονόμητα tracks -μάλιστα στη μακροσκελή εισαγωγή του "All My Friends" νομίζεις ότι οι U2 του "The Joshua Tree" αντικατέστησαν τις χορδές απ' τις κιθάρες τους με το κλαβιέ του πιάνου- το νήμα της σπουδαιότητας ξαναβρίσκεται στο απόλυτα αυτοσαρκαστικό φινάλε του "New York, I Love You But You're Bringing Me Down", μια βιογραφική (με όση βιογραφία μπορεί να έχει ένα τραγούδι γραμμένο για μια πόλη) μπαλάντα από τα κρυφά κατάστιχα των Lou Reed και John Cale. Ένα τραγούδι που με κάθε βεβαιότητα δεν περίμενες από κάποιον που μόλις πέρυσι με το "45:33" για λογαριασμό της Nike έγραψε instrumental μουσική ως χαλί για jogging!
Αν, όμως, κάτι ήταν και είναι πάντα η μουσική, αυτό το κάτι είναι ότι είναι προϊόν του καιρού της, το οποίο όπως συμβαίνει μ' όλα τα προϊόντα αναπτύσσεται και παρακμάζει ακολουθώντας πορεία παρόμοια με αυτήν του ίδιου του πολιτισμού που το γέννησε. Ενίοτε ακόμη και χλευάζοντάς τον.