Christoph Willibald Gluck's Iphigénie En Aulide
Η Ιφιγένεια εν... Παρισίοις από το 1774 μεταφέρεται στο σήμερα. Πέτυχε άραγε η προσπάθεια αναβίωσης; Του Χάρη Συμβουλίδη
Ποτέ μου δεν χώνεψα τον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα: λίγος ήταν και ως βασιλιάς και ως πολέμαρχος. Κάτι συμβαίνει, λοιπόν, αν κάθομαι και τον ακούω με θαυμασμό στο ξεκίνημα αυτής της γαλλικής παραγωγής, που φιλοδοξεί να φρεσκάρει μια παλιά μπαρόκ όπερα, προσφέροντάς της καινούρια ζωή. Ο Αγαμέμνονας, πάλι, καλείται να θυσιάσει μια ζωή –και μάλιστα της κόρης του. Και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος (με το διεθνές του καλλιτεχνικό Tassis Christoyannis) εντυπωσιάζει αποδίδοντάς τον στις άριες "Diane Impitoyable, En Vain Vous L' Ordonnez" και "Brillant Auteur De La Lumière". Σε κάνει να τον φαντάζεσαι απελπισμένο, οδυνηρά διχασμένο ανάμεσα στην αγάπη για το παιδί του και στη βουλή των θεών. Ή, μήπως, στη λαϊκή απαίτηση για μια εκστρατεία στην Τροία;
Η ακρόαση βαθαίνει και η πλοκή αποκτά πτυχές, καθώς σιγά-σιγά εμφανίζονται ο μάντης Κάλχας, η Κλυταιμνήστρα, ο Αχιλλέας και, φυσικά, η Ιφιγένεια. Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τις διαδρομές του τοπικού και του παγκόσμιου μέσα στον Χρόνο, το πώς, δηλαδή, ένα θεατρικό δράμα από την Αθήνα του 405 π.Χ. (στηριγμένο σε ακόμα παλαιότερες ιστορίες) έφτασε να γαλβανίζει έναν διακεκριμένο συνθέτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, ο οποίος το μετέτρεψε σε όπερα για το φιλοθεάμον κοινό της μπαρόκ Γαλλίας (1774), χρησιμοποιώντας ιταλικές μεθόδους. Αιώνες μετά, η κατά Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» εξακολουθεί να ερμηνεύεται με διάφορους τρόπους. Χωράει, αλήθεια, στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό; Πρόκειται για περίτεχνο πατριωτικό δράμα; Είναι έργο με αντι-πολεμική ψυχή, ικανό να σε μουδιάσει ενόσω αναλογίζεσαι τις ατέρμονες ανθρώπινες συγκρούσεις, όπως έγραψαν οι New York Times παρακολουθώντας την εκδοχή του Ντμίτρι Τσερνιακόφ, την οποία είδαμε πέρυσι και στην Αθήνα;
Eάν κρίνουμε από διάφορα σημεία της όπεράς τους, τέτοια ερωτήματα μάλλον ταλάνισαν και τον Christoph Willibald Gluck, αλλά και τον Γάλλο λιμπρετίστα François-Louis Gand Le Bland Du Roullet, όση έμπνευση κι αν άντλησαν από την πιο οικεία, σ' αυτούς, «Iphigénie» του Jean Racine (1674): προς τα εκεί οδηγούν τα δύο διαφορετικά φινάλε, η πρόθεση ν' αλλάξουν τα όσα παρέδωσε η αρχαία τραγωδία ή σημεία της πλοκής τα οποία φωτίζουν και την αμφιταλάντευση ενός Αγαμέμνονα πιο πλούσιου σε αισθήματα από εκείνον που ξέρουμε, μα και τη θέληση του στρατεύματος να σωθεί η πολεμική προοπτική, ακόμα και σε βάρος της αθώας Ιφιγένειας.
Οι καιροί μας, πάλι, έθεσαν δικά τους αιτήματα, αφού ο Julien Chauvin με τους Le Concert De La Loge θέλησαν να μας γυρίσουν στο Παρίσι του 1774, ώστε ν' απολαύσουμε την όπερα «χρονοταξιδεύοντας» όσο εγγύτερα γίνεται στο μπαρόκ όραμα στο οποίο πρωτοκατέληξε ο Gluck. Προτείνουν, έτσι, μια εμπειρία διαφορετική από την ήδη καταγεγραμμένη στη δισκογραφία, π.χ. στο θεμελιωμένο στην εκτεταμένη γερμανική αναθεώρηση του Richard Wagner άλμπουμ του Kurt Eichhorn με τη Müncher Rundfunkorchester (1972) ή στις δουλειές των Monteverdi Choir με την Όπερα της Λυών (1990) και του Karl Böhm με τη Φιλαρμονική της Βιέννης (1996), που στηρίζονται στη διασκευή που έκανε ο ίδιος ο Gluck το 1775, διαλέγοντας ένα διαφορετικό τελείωμα.
Η προσπάθεια έγινε με μεγάλη σοβαρότητα από τους ειδήμονες του Centre De Musique Baroque των Βερσαλλιών.Οι οποίοι κράτησαν ως γνώμονα το ότι η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» ήταν η πρώτη παράσταση του Gluck στο Παρίσι, άρα κι εκείνη που θα κουβαλούσε τα ανανεωτικά του πιστεύω για τις δυνατότητες μετασχηματισμού της γαλλικής όπερας σε κάτι ικανό να συνδυάσει το μεγαλεπήβολο δράμα με το επιβλητικό θέαμα και την ατόφια συγκίνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρακολουθώντας την πρεμιέρα, ο Βολταίρος –το αστέρι του Διαφωτισμού– έγραψε πως ο Gluck και ο νέος βασιλιάς Λουδοβίκος 16ος, ο οποίος είχε μόλις κάτσει στον θρόνο, θα έφτιαχναν καινούριους Γάλλους...
Κάπως έτσι, ο «σκελετός» της Ιφιγένειας επανεξετάστηκε με βάση τις χειρόγραφες σημειώσεις του συνθέτη, ώστε να ξεδιπλωθεί ο τρόπος με τον οποίον σκόπευε να παντρέψει γαλλικό στυλ και αυστροουγγρικό δυναμισμό, αλλά και για να ξανακοιταχτούν ορισμένες μεταφράσεις των όσων πήρε από την Ιταλία. Με δεδομένο, λ.χ., ότι η ιταλική ορολογία των αναφορών αυτών μεταφράστηκε στα γαλλικά εκείνης της εποχής, που δεν ήταν πάντα ίδια με τα τωρινά σε νοήματα, οι συντελεστές προτείνουν να αναθεωρήσουμε τι αποδίδουμε ως «αργό» και «γρήγορο».
Μουσικολογικώς, είμαι βέβαιος ότι χωράει αρκετή συζήτηση για όλα αυτά. Το αφτί, πάντως, χαίρεται ήδη από την εισαγωγική –και φημισμένη– ουβερτούρα, η οποία αποδίδεται για πρώτη φορά με όργανα εποχής, αποκτώντας μια όντως διαφορετική αίσθηση. Ακολούθως, ο Αγαμέμνοντας πείθει ότι τρέχει και γενικότερα κάτι το ανανεωτικό στα όσα προτείνονται εδώ. Πιο κάτω, ωστόσο, αισθάνεσαι έτοιμος να αμφισβητήσεις τις επιλογές των συντελεστών, ειδικά στη δεύτερη πράξη, όταν κάτι δεν δουλεύει σωστά καθώς αποκαλύπτεται η τρομερή αλήθεια: ορισμένες άριες με ελεγειακό χαρακτήρα, λ.χ., ρέπουν επικίνδυνα προς το ληθαργικό, ενώ τα χορωδιακά αποτυπώνονται κάπως ομοιόμορφα, στερούμενα εκφραστικής ποικιλίας. Εντούτοις το ποιοτικό αποτέλεσμα δεν αμφισβητείται, με την εμπειρία να στεφανώνεται από τις επιδόσεις των πρωταγωνιστικών φωνών.
Αποδίδοντας την Ιφιγένεια, η Ολλανδέζα σοπράνο Judith van Wanroij πετυχαίνει να εκπέμψει ευγένεια, ενώ σε πείθει και για την οικειοθελή παράδοσή της στα κελεύσματα της μοίρας, όσο προχωρά η κομβική 3η πράξη. Η Γαλλίδα μέτζο σοπράνο Stéphanie d'Oustrac ποντάρει στον εντυπωσιασμό και σε μια φλεγόμενη από οργή ψυχοσύνθεση –άλλωστε δεν είναι μόνο μάνα, μα και βασίλισσα των Μυκηνών, κάτι που συναισθάνεσαι έντονα σε κομμάτια σαν το "Jupiter, Μance La Foudre!". Ως σημαίνουσες δυνάμεις, ασφαλώς, αποτυπώνονται και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος –ο οποίος καθηλώνει εκ νέου στο "Ô Dieux! Que Vais-Je Faire?"– αλλά και ο Γάλλος τενόρος Cyrille Dubois στον ρόλο του Αχιλλέα, ικανός καθώς είναι να τον παρουσιάσει και σαν νεαρό που υπεραμύνεται της ειλικρινούς του αγάπης για την Ιφιγένεια ("Cruelle, Non Jamais Votre Insensible Cœur"), αλλά και σαν εκπρόσωπο μιας αγέρωχης στρατιωτικής αριστοκρατίας, όταν μπουκάρει στον ναό της Άρτεμης με τους Μυρμιδόνες του, αποφασισμένος να σταματήσει τη θυσία ("Calchas, D'Un Trait Mortel Percé").
Δεν είναι μόνο θέμα μεμονωμένων διακρίσεων, πάντως. Υπάρχει και η επιδίωξη ενός συνολικού πηλίκου, που εντοπίζεται μόνο αν λάβεις υπόψη τη συνεχή διάδραση της μουσικής με ένα εσκεμμένα λιτό καστ. Το οποίο βιώνει πλήθος αντιφάσεων, αφού ο Gluck το θέλει σε διαρκή εσωτερική πάλη μεταξύ αγάπης και καθήκοντος –με κάθε φιγούρα να διαλέγει, τελικά, τις δικές της απαντήσεις. Πρόκειται για έναν αισθητικό πήχη που τον αγγίζεις μονάχα με γερή ομαδική προσπάθεια, πράγμα που εδώ συμβαίνει, ανεξάρτητα από την ισχύ επιμέρους ενστάσεων ως προς τα τι και πώς της παράστασης του 1774.