Le Cri Du Caire
Η κραυγή του Καΐρου δηλαδή (και το όνομα αυτής: Abdullah Miniawy) φτάνει στα αυτιά μας μέσω Παρισίων. Του Άρη Καραμπεάζη
Αν δεν θέλουμε να είμαστε έντεχνοι (που είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουμε) οφείλουμε να μην πούμε ότι αυτός ο δίσκος είναι ένα ‘συναπάντημα’. Και περαιτέρω να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι αυτός ο δίσκος είναι ένα ‘συνονθύλευμα’ (και να παραδεχτούμε ότι αρχικά γράψαμε συνοθύλευμα).
Και τούτο όχι τόσο επειδή ανταποκρίνεται με τυχόν ακρίβεια στον πρώτο ορισμό που θα βρει κανείς στην έννοια του ‘συνονθυλεύματος’. Ούτε τόσο ετερόκλητα, ούτε τυχόν ασυμβίβαστα είναι τα επιμέρους στοιχεία και υποκείμενα αυτού, αλλά ούτε και απουσιάζει η περιβόητη οργανική σύνδεση. Ο δίσκος αυτός είναι ένα συνονθύλευμα, ίσως δε και ένας αχταρμάς, για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Και κάπου εδώ θα κάνω μια παρένθεση για αναφέρω, ότι σε ανύποπτο χρόνο, κάπου στους πρώτους μήνες προς πρώτα χρόνια του MiC, όταν και με περίσσεια αυθάδεια των 20κάτι ετών αφορίζαμε και αποθεώναμε ό,τι μας έκανε μη γούστο και γούστο, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο να κάνουμε τυχόν λάθος, μου είχε επισημάνει ο Μπάμπης Αργυρίου (σωστά ή όχι δεν το ξέρω) πως η μέθοδος του να γράφεις τα κατά συρροή αρνητικά ενός δίσκου, και στο τέλος να καταλήγεις να του βάζεις τουλάχιστον 8, είναι ενδιαφέρουσα μεν, αλλά μπορεί να στη φέρει πισώπλατα στο τέλος (ή κάπως έτσι τέλος πάντων). Ας την επαναφέρουμε λοιπόν, εις μνήμην Μπάμπη, μέρες που είναι.
Πρώτο επιμέρους στοιχείο για το οποίο ο εν λόγω δίσκος κατεβαίνει στο γήπεδο με γκολ από τα αποδυτήρια: τι άλλο παρά ο (εκ)κεντρικός πρωταγωνιστής αυτού, Abdullah Miniawy, δηλαδή ο Αιγύπτιος sufi κ.λπ. ποιητής/μουεζίνης/κήρυκας/manic square preacher κλπ, που τω καιρώ εκείνω έγινε σύμβολο της Αραβικής Άνοιξης στην πατρίδα του.
Φουλ Στοπ. Τι παραπάνω χρειάζεται να πούμε; Ξέρουμε όλοι μας που κατέληξε εκείνη η Άνοιξη που μπήκε στα ξαφνικά σε πλατείες της Τυνησίας και της Αιγύπτου, με ειδικά την τελευταία να μην αργεί να δει και το αμέσως παρεπόμενο στρατιωτικό πραξικόπημα. Ας μην πούμε για την Συρία καλύτερα…
Συνεπώς, για ποιους άραγε λόγους να μας αφορά σήμερα, δέκα και πλέον χρόνια μετά, έστω και σε ένα διεθνιστικό ανθυπο-αβανγκαρντ και φλερτοτζαζ πλαίσιο; Ο ποιητής δικαιώνεται εκ του αποτελέσματος, εκ προθέσεων ή απλώς και μόνον από την ορμή του πάθους του, την οποία καθώς λένε δεν την επιλέγει, αλλά αυτή επιλέγει αυτόν.
Υπάρχει η άποψη ότι οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν, αλλά οι ιδέες όχι (λέμε και καμιά μαλακία που και που να περνάει η ώρα, όπως έλεγαν και οι κωμικοί των 80s).
Σε όλη τη διάρκεια του δίσκου ο Miniawy την επιβεβαιώνει, χωρίς καν να προσπαθεί. Πολιτική, θρησκεία, νοσταλγία, ελπίδα και αποτυχία, δυστυχία και εν τέλει δυστοπία «ακούγονται» και καταγράφονται είναι αλήθεια στην φωνή του και στον τρόπο που αυτή απλώνεται εκεί που ο ίδιος αυστηρά την καθοδηγεί, έστω και πριν από την συνδρομή της μετάφρασης. Και όσο και να είναι αφόρητο κλισέ αυτό, υποχρεούμαστε να υπακούσουμε.
Γιατί επομένως έπρεπε να πάει μέχρι το Παρίσι; Και γιατί έπρεπε να συναντήσει τον Eric Truffaz, τον οποίο από την πλευρά μας προτιμούμε να τον αποφεύγουμε, κάθε μία από τις επόμενες πολλές φορές που υποχρεωνόμαστε να τον συναντήσουμε, συνήθως στο πλαίσιο μιας σύμπραξης. Συχνά πυκνά χαρακτηρίζεται ως κορυφαίος τρομπετίστας, συχνά πυκνά μας παραδίδει ακριβώς τις ίδιες συγκινήσεις. Συχνά πυκνά βαριόμαστε και πάμε παρακάτω.
Εν προκειμένω όμως τι έκανε και τι δεν έκανε; Και αυτός και οι υπόλοιποι «δυτικοί. Αιχμαλώτισε, ενσάρκωσε, αποσαφήνισε, στερεοποίησε ή μήπως καλούπωσε το υλικό που του(ς) παρέδωσε ο Αιγύπτιος; Ας το αφήσουμε για λίγοπαρακάτω αυτό. (tip: σημασία τελικά έχει τι κατάφερε και έκανε το ίδιο υλικό ή/ και τα διάφορα – αλλά όχι διαφορετικά είπαμε- υλικά του δίσκου).
Πρωτεύει να πούμε ότι και ο Truffaz, αλλά και οι υπόλοιποι δύο πρωτεύοντες μουσικοί του δίσκου (Peter Corser- σαξόφωνο, Karsten Hopchaffel- τσέλο) έστησαν την παράσταση, βγήκαν αρκετά μπροστά, και σε κάθε επιμέρους περίσταση, επέλεξαν -ορθά- να κάνουν ένα βήμα πίσω, για να μην την κλέψουν.
Συνεπώς, ο δίσκος παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος στα χέρια, στο μυαλό, στις ηθικές και υλικές διαστάσεις, που θα μπορούσε να του δώσει η φωνή του Abdullah Miniawy και μόνον. Όποιους και να είχε δίπλα του τελικά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δίπλα του βρέθηκαν τυχαίοι ή πολύ περισσότερο λάθος άνθρωποι.
Τούτων δοθέντων, εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, και να εντοπίσουμε και πάλι τους κινδύνους ενός τέτοιου εγχειρήματος, εκ προθέσεως ή και εξ αμελείας.
Συμφωνούμε. Από την χρήση της φωνής και μόνον με τέτοιο συγκλονιστικό τρόπο και μεθόδους, προκύπτει ένας δίσκος με πρωτεύουσα ανθρώπινη υπόσταση. Βρίσκεται όμως η μουσική πέρα ή μήπως πίσω από την ανθρώπινη εμπειρία; Επικαλύπτεται ή μήπως ακόμη και συνθλίβεται από την ανθρώπινη δύναμη, όπως αυτή καταλήγει τελικά στο αδιέξοδο της ανθρώπινης δυστυχίας; Θα πάρει κανονικό σέντερ φορ ο Λουτσέσκου ή θα συνεχίσει να πατάει επάνω στο θαύμα;
Το ερώτημα είναι απλό και όχι αόριστο (κάθε ερώτημα): αυτός ο δίσκος, αυτή η μουσική και αυτοί οι μουσικοί θα είχαν την ίδια, ή έστω κάποια αξία, χωρίς το ιδεολογικό - θρησκευτικό- επαναστατικό, ακόμη και ποιητικό(τροπο) περιτύλιγμα, που την/ τους υποστηρίζει;
Τα παραπάνω συνεπακόλουθα ερωτήματα, καθόλου άγνωστα δεν είναι ασφαλώς στην καθ’ ημάς μουσική, την στιγμή που με την ίδια ευκολία αποθεώνουμε και παράλληλα κατακεραυνώνουμε συνθέτες και δημιουργούς εν γένει που αρπάζονται από την όποια μεγάλη ιδέα και εν τέλει μας αφήνουν μετέωρους, ακόμη και ως έθνος, περί του αν υφαρπάζουν αυτήν ανεπανόρθωτα και τελικά αν την υποβιβάζουν μέχρι εξαφανίσεως.
Δεν βρίσκω τον λόγο γιατί να μην προβληματιστούμε και εδώ λοιπόν. Αυτός είναι όντως ένας δίσκος που σήμερα ακούμε και ξανακούμε, ενίοτε και με το στόμα ανοιχτό, αλλά δεν αποκλείω σε λίγα μόλις χρόνια, να μας φαίνεται (και ίσως και να είναι) εξεζητημένος στα όρια του επιτηδευμένου, μεθοδευμένος στα όρια του εφαρμόσιμου (τεχνική δηλαδή και όχι τέχνη) και εν τέλει να αναπνέει λιγότερο από οτιδήποτε δυτικά φορμαλιστικό, επιλέγουμε να μην ακούσουμε επί του παρόντος. Πάντως σήμερα δεν είναι ένας τέτοιος δίσκος. Κάθε άλλο.
Δεν χρειάζεται νομίζω να το κουράσω περισσότερο, για να γίνει κατανοητό, ότι ακούω το Le Cri Du Caire, εδώ και τουλάχιστον έξι μήνες, με την ίδια συχνότητα και εμμονή, που την αμέσως προηγούμενη χρονιά είχα ακούσει τον δίσκο του IOSONOUNCANE. Όλες οι παραπάνω υποψίες, ξεκίνησαν και εξελίχθηκαν αρκετά μετά το πρώτο δίμηνο - τρίμηνο και κυρίως σε κάθε ακρόαση που επέμενα να ακούω (όπως προσέχω) όλο και λιγότερο τον πρωταγωνιστή, και όλο και περισσότερο τους συμπράττοντες αυτόν.
Ο δίσκος ενώ δεν με πείθει απόλυτα ως μουσικό πεπραγμένο, εν τούτοις συνεχίζει να με ταράζει (σχεδόν) ως τελικό αποτέλεσμα, που θεωρώ ότι αν όχι σε όλη την διάρκεια του, τουλάχιστον στα πραγματικά συναρπαστικά σημεία αυτού, καταφέρνει πράγματι και ξεφεύγει όχι μόνο από τις δυνατότητες, αλλά και από τις ίδιες τις προθέσεις των δημιουργών του.
Υπό αυτή την έννοια δεν πρόκειται για έναν jazz δίσκο (φευ!), δεν πρόκειται για έναν δίσκο avantgarde εφαρμοσμένης ποίησης (τι είναι τούτο;), δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για έναν δίσκο ποιητικής επαναστατικής γυμναστικής με την σύμπραξη μιας πρώτης τάξεως M.K.O. από ικανούς και φιλεύσπλαχνους sessionάδες (αλλά πάντως sessionάδες όπως και να έχει, και αφήστε τον Τζιρίτα να λέει επ’ αυτού).
Πρόκειται για έναν δίσκο, που καταφέρνει πράγματι ιδιοφυώς, και σαν από μία ανεξήγητη εσωτερική ικανότητα, να ξεφεύγει (και όχι απλώς να διαφεύγει) όλων των παραπάνω, και να του αξίζει μία έστω και ανιστόρητη αναφορά και τοποθέτηση του ως προϊόν στην αμέσως επόμενη έκδοση του περιβόητου ‘England’s Hidden Reverse’, δηλαδή της Καινής Διαθήκης των μουσικών μας αναφορών και παθών.
Το μόλις δίλεπτο ‘Le Cri Du Poète’ στην μέση ακριβώς του δίσκου, είναι το σημείο αυτό το οποίο ειδικά ψάχνει τη θέση του στην αιωνίως ατελέσφορη λίστα αναφοράς των Nurse With Wound, στην οποία πάντοτε ανατρέχουμε και πάντοτε αναρωτιόμαστε γιατί επιμένουμε να το κάνουμε. Αμέσως μετά το ‘Sadiya (Purple Feathers)’ είναι το ιδανικό (παρ)εξωτικό hit που εδώ κι εκεί (και παρακεί) αναζητούσαν οι Coil κ.ο.κ., μην το ευτελίσουμε τώρα το πράγμα στις φθηνές αντιστοιχίσεις, καταλαβαινόμαστε θεωρώ.
Υπό αυτή την έννοια, είναι ο καλύτερος δίσκος που άκουσα μέσα στο 2023, έστω και αν διαισθάνομαι ότι δύσκολα θα συνεχίσω να τον ακούω μετά και το 2024. Αλλά αυτό ποτέ δεν αποτέλεσε κρίσιμο κριτήριο, για όσους επιμένουμε να ακούμε σοβαρή μουσική, όχι απαραίτητα με σοβαρή διάθεση και κυρίως όχι με προσδοκίες αιώνιας ζωής και πίστης.