Όταν ο Leonard Cohen ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα το '67 ήταν ήδη 33 ετών και αργά για να γίνει pop star. Έχοντας στα ράφια των βιβλιοπωλείων ένα υπολογίσιμο συγγραφικό έργο σελίδων που συνέχισε να μεγαλώνει σε όγκο, παράλληλα και μη επηρεαζόμενο από το αντίστοιχο μουσικό του αδέρφι, κατείχε ήδη τη δυναμική του σπινθηροβόλου λόγου. Ο ίδιος ο δημιουργός τους εξάλλου ποτέ δεν ξεχώρισε διακριτά τη μουσική από την ποίηση.
Η επιστροφή του στη δισκογραφία με το προπέρσινο 'Ten New Songs' (την άτυπη συνεργασία του με την έγχρωμη τραγουδίστρια Sharon Robinson) υπήρξε ουσιαστικά και το τέλος της σχεδόν πενταετούς απομόνωσης και εκπαίδευσής του στο Mount Baldy Zen Center της California, κατά την οποία ο καναδός βάρδος μελέτησε τη βουδιστική φιλοσοφία με δάσκαλο τον Sasaki Roshi.
Το πρόσφατο (αλλά ήδη περσινό πια) 'The Essential Leonard Cohen' είναι μια συνολική ανασκόπηση της μουσικής προσφοράς του, που διαρκεί και μετράει κοντά 35 χρόνια. Πρόκειται για την τέταρτη παραγωγή της Leanne Ungar πάνω σε υλικό του Leonard Cohen - μετά τα ζωντανά 'Cohen Live' του '94 και 'Field Commander Cohen' του '01, και το τελευταίο του studio album που αναφέραμε παραπάνω. Όλα τα τραγούδια, τριάντα ένα στον αριθμό, έρχονται μετά από re-mastering του Bob Ludwig. Η έκδοση αυτή αποτελεί και την σημαντικότερη σύνοψη του έργου του Leonard Cohen που κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία, αφομοιώνοντας σχεδόν πλήρως τα 'The Best Of' του '75 και 'More Best Of' του ΄97 που είχαν προηγηθεί, τόσο ως προς το αμιγώς μουσικό περιεχόμενο, όσο και ως προς τον ρόλο καθαυτό, και πιστεύω πως είναι η καλύτερη εισαγωγή στη δουλειά ενός ανθρώπου που έκανε πηγή έμπνευσης τις συναναστροφές του και την ζωή στην απλούστερη τάση της. Διότι ο Leonard Cohen δεν ήταν ποτέ πολυλογάς, όπως δεν ήταν επιτηδευμένος ή δύσκολος. Η γραφή του υπήρξε εξαρχής και διαρκώς, άμεση, ευθεία και κατανοητή.
Αρχικά υιοθετώντας τον χαρακτηριστικό folk ήχο της μπαλάντας των όψιμων sixties, κατέθεσε μερικά ανυπέρβλητα μουσικά διαμάντια την περίοδο '68 - '74 για τα οποία κάθε κριτική είναι πλέον περιττή. Είναι το αυταπόδεικτο και σαφές της σπουδαιότητας, το οποίο δεν απαιτεί εξηγήσεις ή περαιτέρω αναλύσεις και που τοποθετεί τα 'Suzanne', 'Bird On A Wire', 'The Partisan', 'Famous Blue Raincoat', 'Chelsea Hotel #2', 'Who By Fire' δίπλα στα καλύτερα των Bob Dylan, Van Morrison και Paul Simon. Συνολικά περιέχονται εδώ έντεκα τραγούδια (τα ισάριθμα πρώτα του πρώτου cd) από εκείνη την περίοδο. Χαρακτήρες αξεπέραστοι, θα τολμούσα να γράψω αρχέτυποι, και τόσο ρευστοί όσο απαιτείται για να μένουν ακόμα επίκαιροι.
Η μεταμόρφωσή του στα eighties σε μια σοφιστική προβολή του Charles Aznavour, αλλά με μια μοντέρνα ηχητική αισθητική ως υπόβαθρο, συνέπεσε με την εμπορική του επιτυχία. Τόσο το 'Various Positions' του '84 (το 'Dance Me To The End Of Love' είναι το σήμα κατατεθέν του όρου comedy song, αν ασπαστούμε την τραγική του οροθέτηση από τον Nick Cave) και ακόμη περισσότερο στο 'I'm Your Man' του '88. Η μεγάλη σημασία του τελευταίου στο έργο του Leonard Cohen επιβραβεύεται, αφού είναι το album με τις περισσότερες συμμετοχές εδώ, έξι συνολικά.
Έχω όμως και ενστάσεις για την κατάληξη της ιστορίας, η οποία διαλέγει πέντε τραγούδια από τον παράκαιρο mainstream ήχο που κατείχε το 'The Future' του '92 - ένα μάλλον μέτριο και παρωχημένο αισθητικά και συνθετικά album αντιπολεμικών μηνυμάτων, στον απόηχο του Πολέμου του Κόλπου (με φωτεινή εξαίρεση το 'Waiting For The Miracle', που ευτυχώς υπάρχει εδώ). Και αυτή η καμπή είναι απόλυτα κατανοητή παρακολουθώντας την εξέλιξη του δεύτερου cd.
Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόσταση που χωρίζει την κυκλοφορία της παρούσης συλλογής και του τελευταίου του studio album είναι σχεδόν ένας χρόνος, η σκοπιμότητα των τεσσάρων τραγουδιών από το 'Ten New Songs' δεν θεωρείται απαραίτητη, πέρα από καθαρά λόγους εμπορικής συνάφειας. Θα προτιμούσα αντί αυτών την τετράδα των 'Last Year's Man', 'Diamonds In The Mine', 'Lady Midnight' και 'Joan Of Arc', η οποία λάμπει δια της απουσίας της και γίνεται το πρώτο ψεγάδι των εκατόν εξήντα λεπτών μουσικής που έχουμε στο παρόν. Το δεύτερο είναι η ολική παράλειψη του υλικού από το 'Death Of A Ladies' Man' του '77 (με τον Phil Spector στην παραγωγή), το οποίο όμως ενδόμυχα το περιμέναμε αφού ο ίδιος ο Leonard Cohen θέλει να ξεχάσει την ύπαρξή του. Ωστόσο επισημαίνουμε ότι αυτό είναι μάλλον άδικο, αφού η μουσική ιστορία έχει προ πολλού εκτιμήσει την αξία του.
Με όλα αυτά, μόνον ξεχωριστά μπορώ να βαθμολογήσω το αποτέλεσμα. Αν και με ενοχλεί αφάνταστα όταν το βλέπω γραμμένο, η περίπτωση που έχουμε εδώ είναι τόσο ξεκάθαρα διαχωρισμένη ποιοτικά που δεν ενέχει κανένα απολύτως μπέρδεμα. Η πληρέστερη συλλογή του Leonard Cohen έμελλε να αποτυπώσει στο έπακρο τις ανομοιογενείς διακυμάνσεις της ήσυχης καριέρας του. Γι' αυτό και συστήνεται ως η πλέον αντιπροσωπευτική. 1. (10/10) 2. (7/10)