Τι ωραία που θα 'τανε αν μπορούσα να αρχίσω το κείμενο με τη φράση "σαν το παλιό καλό κρασί", αλλά δυστυχώς δε γίνεται. Από την άλλη να γράφεις άσχημα λόγια για δυο τέτοιους μουσικούς κολοσσούς, γίνεται; Αυτό που με παρηγορεί είναι εκείνα τα σοφά λόγια του επιθεωρητή Κάλαχαν και το γεγονός ότι οι δυο συνθέτες δεν χρειάζονται καμιά κολακεία, ούτε από μένα ούτε από κανένανε. Και σίγουρα δεν προσδοκούν την αθανασία από ένα τέτοιο έργο αφού μάλλον την έχουν εξασφαλίσει με κάποια πεντέξι από τα προηγούμενα.
Μου φαίνονται αμφότεροι πολύ γέροι, έτσι όπως τους κοιτάω στο εσώφυλλο, ειδικά ο Κοέν. Όμως ακούγοντας το διπλό αυτό σιντί που προέρχεται από την ομώνυμη κωμικ-όπερα, τον κύκλο τραγουδιών που εμπνέεται από το βιβλίο της αναμονής [του χάρου] με σκίτσα και λόγια του Λέοναρντ, καταλαβαίνω ότι ο Φίλιπ είναι πιο γέρος από τον φαινομενικά γηραιότερο τύπο με την τραγιάσκα. Και δεν αναφέρομαι στη βιολογική τους ηλικία. Αναφέρομαι ευθέως στο περιεχόμενο.
Οκέι, τα "μισόλογα" και οι τεντωμένοι στίχοι του Κοέν δεν είναι από τα καλύτερά του, αλλά το να ειρωνεύεσαι το θάνατο ενώ τον περιμένεις [αργά η γρήγορα ο εφιάλτης θα διαβεί] είναι μια μαγκιά. Παρότι οι απαγγελίες του ακούγονται ενίοτε και επιτηδευμένα πομπώδεις ή πεισιθάνατες, παρότι δεν καταλαβαίνω γιατί θέλει τόσο απεγνωσμένα να μοιάσει τις τελευταίες στιγμές του Τζόνι Κας, σκέφτομαι ότι το βάρος του φορτίου των τον καταβάλει ως ερμηνευτή. Είτε λοιπόν μας δουλεύει είτε αργοπεθαίνει πραγματικά και δε θέλει να το ξέρουμε.
Το να αναπαράγεις, όμως, αρκετές από τις ιδέες σου [Φίλιππα σε σένα τα λέω] που σε κάνανε γνωστό για το μοναδικό σου στιλ και μάλιστα με τόσο πρόχειρο, επιφανειακό και επιπόλαιο τρόπο μόνο μια λογική σκέψη μπορεί να το δικιολογήσει: βιάστηκες να τελειώσεις το έργο πριν τελειώσει ο φίλος σου. Κι αυτό [αν είναι αλήθεια και δε μας δουλεύουνε] μπορεί να θεωρηθεί φόρος τιμής, αλλά απ' την άλλη αν το φιλοσοφήσουμε λίγο ακόμη θα φάμε όλο το κείμενο και το περιεχόμενο δεν θα γίνει καλύτερο.
Η αλήθεια είναι πως με κούρασε η ακρόαση. Τα χορωδιακά μέρη είναι βαριά, μακρόσυρτα, βαρετά και άνευ έμπνευσης. Αρκετές φορές βιάζονται να πλησιάσουν το στίχο και το κείμενο, με μια τυφλή προσκόλληση χωρίς να τολμούν να υπερκεράσουν τα προβλήματα ρυθμού του προκειμένου γραπτού λόγου. Θέλουν να υπηρετήσουν το λόγο και του παραδίδονται αβασάνιστα.
Κι ακόμη πιο κουραστική είναι η έλλειψη ιδεών, η έλλειψη τόλμης και διάθεσης να κοντράρει το λόγο, να κοντράρει το ρυθμό, να οδηγήσει στον [αυτο]σαρκασμό, σε [αυτο]υπονόμευση, σε γόνιμη αντιπαράθεση. Καμιά ελπίδα λοιπόν για τους μελλοθάνατους; Γι' αυτό είναι όλοι τόσο συγκαταβατικοί; Και τι χρωστάμε να ταλαιπωρούνται τ' αυτιά μας με δυο γερόντια που μασκαρεύονται σαν τον Μπρεχτ και τον Βάιλ; Φτου και βγαίνω.