Έτσι όπως πάνε αδιάκοπα από δω κι από εκεί, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί στο πανύψηλο, τροπικό δέντρο της μουσικής, καταλαβαίνεις τώρα και το γιατί δεν μπορεί κάποιος σκοπευτής να τους πετύχει τους "ψεύτες".
Μόλις πέρυσι ήταν κιόλας που με το concept άλμπουμ "Drum's Not Dead" μάς έσπρωξαν σ' ένα tribal μουρμουρητό χορωδιακό, σκοτεινών εκτάσεων, ανατάσεων και καταστάσεων, έχοντας κι ένα ανάλογο συνοδό dvd (το σαλιγκάρι το ανακτά η μνήμη μου, για κάτι άλλο μη με ρωτήσετε), και ένα χρόνο μετά το γυρνούν αλλού γι' αλλού, παίζοντας διαφορετικά, ορθότερα με τους μουσικούς κανόνες και δη τους κιθαριστικούς και δη κείνους τους σκληρούς, θορυβώδεις που ξέραμε από την εποχή του νεοϋορκέζικου no-wave. Όπως το έχουν πλεύσει το καράβι τους, κάθε δίσκος τους και ομώνυμος έπρεπε να ήταν, είναι κι αυτός ένας σημειολογικός τρόπος να νοήσεις την επανεκκίνηση, τη δημιουργία από περίπου φρεσκοβαμμένη βάση, είναι ένας ελιγμός, που άντε στην καλύτερη των περιπτώσεων να δουλέψει σαν στάχτη στα μάτια όλων μας. Όπως και δουλεύει. Αν δεν κατασταλάξεις σε κάτι, όμως, να εμβαθύνεις και να το καλλιεργήσεις, δεν θα το δώσεις και ποτέ ολοκληρωμένα, θα κυνηγάς μονίμως το μνημειώδες ζητούμενο, το οποίο θα σου ξεφεύγει ακριβώς επειδή θα προσπαθείς υπερβολικά να το φτάσεις. Περίπου όπως εδώ.
Πώς φτιάχτηκε το "Liars"; Παραδοσιακά. Αφού οι τρεις έβαλαν πίσω στη δισκοθήκη τους τούς δίσκους των Popol Vuh και των Amon Duul II που είχαν στο "παίζω" προ χρόνου, έβγαλαν κάποιους άλλους με γνώριμους τίτλους: "An Ideal For Living", "Surfer Rosa", "Evol", "Psychocandy", "Fun House" και σταχυολόγησαν απ' αυτούς τρικ και στιλ. Ακόμη κι οι Sonic Youth που με τα κουρδίσματα που σκαρφίζονταν ήθελαν καμιά δεκαπενταριά κιθάρες επί σκηνής στα λάιβ, τραγούδια έγραφαν (ή ήθελαν να γράψουν), που χωρίς την εξάχορδη γεννήτορα θα ήταν ανέφικτα. Γιατί, όμως, πολύ δύσκολα τους φτάνει κανείς; Η απάντηση σ' αυτό το "γιατί" είναι κι αυτό που λείπει από ό,τι κάνουν οι Liars φέτος. Κερδίζουν όντως μια θέση, γράφοντας τραγούδια με βάση τις κιθάρες και αποδίδοντάς τα με έναν άγριο, ζωντανό στουντιακό ήχο, δεν χαράσσουν, εντούτοις, όσο απαιτείτο ή όσο ακούγεται πως έκαναν τα πρέποντα. Κάθονται λες σ' ένα στασίδι σχεδόν από δεύτερο χέρι.
Ο ένας και μοναδικός βασικός λόγος για να καταψηφίσεις το "Liars" τυγχάνει να είναι αξιωματικός και γι' αυτό πιο εμφατικός και πιεστικός: ακούγεται πολύ πιο παλιότερο από όσο είναι οι ίδιοι οι Liars. Είναι μια έμμεση επ-ανακάλυψη του παρελθόντος πάλι. Και επειδή και το "Drum's Not Dead" περισσότερο ή λιγότερο τα είχε τα ίδια συμπτώματα της νεωτεριστικής ασυμβατότητας, να διευκρινίσω ότι όσο πιο ορθολογικά και κανονιστικά είναι στημένο το οτιδήποτε, τόσο πιο πολύ φαίνεται αν η παλαιότητά του φτάνει και προέρχεται από τους γενετήσιους έλικες, τόσο πιο πολύ ενοχλεί, τόσο γρηγορότερα το ξεπερνάς και μην τον είδατε.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποια τραγούδια στο παρόν που αναδεικνύουν ένα ανέλπιστα ανάλαφρο χάρισμα, με τα πλήκτρα να οριοθετούν τη γραμμή του βασικού πλαισίου και τον Angus Andrew να τραγουδάει σαν τραγουδιστής που δεν κάνει πειράματα με το μικρόφωνο (και δεν είναι κατ' ανάγκη καλό αυτό, αλλά στο προκείμενο είναι): ασφαλώς το "Sailing To Byzantium", αλλά και η προέκτασή του, το "Protection" του φινάλε, που κυριολεκτικά προστατεύει όλο το άλμπουμ και γυρίζει το κλειδί σε μια πόρτα που έχει χαλασμένη γλώσσα και αλλιώς δεν κλείνει.
Το ύφος και ο χαρακτήρας του "Liars" είναι εντόνως και αφόρητα διλημματικά, καταλήγω. Κάτι πρόσφατο που να τo φτάνει σ' αυτό, δεν μου έρχεται. Τo καθιστά έτσι η ομοιότητά του συνολικά με σουβενίρ από παλιούς πολέμους. Έστω κι αν συμβαίνει συγχρόνως το εξής σπάνιο παράδοξο: όταν οι Liars αρχίζουν το rock 'n' roll σετ τους είναι σαν κάποιοι τρεις να πυροβολούν χωρίς σιγαστήρες.