Life in Cage
To βινύλιο άργησε ...12000 ημέρες. Κάποιοι βέβαια λένε ότι στη ζωή ποτέ δεν είναι αργά. Του Αντώνη Ξαγά
Είναι μια τόση δα λεξούλα, δύο γράμματα όλα κι όλα. Κι όμως καταφέρνει και σηκώνει ένα φορτίο βαρύ και δυσβάσταχτο, αποτελούμενο από ελπίδες, προσδοκίες, δυνατότητες, πιθανότητες, και ενδεχόμενα. Γιατί σχεδόν σε κάθε ανθρώπινη στιγμή κρύβεται ένα "Αν" (η περί ου ο λόγος λέξη), σαν μια αρχή αναρίθμητων fractal διακλαδώσεων και δυνητικών αφάνταστων μελλούμενων (συνήθως μάλιστα τα πράγματα δεν είναι καν τόσο απλά ώστε να έχουμε μπροστά μας δυο πόρτες ή δυο δρόμους, της Αρετής και της Κακίας όπως μαθαίναμε στην μυθολογία στο δημοτικό, έτσι για να πούμε μετά το καβαφικό Μεγάλο Ναι ή Μεγάλο Όχι, κατά βάση δεν περνάνε καν από το χέρι μας και καταλήγουμε να προχωράμε στη ζωή σαν κβαντικά αθύρματα μιας "πεταλούδας" που μπορεί να χτυπάει τα φτερά της στην Ανατολή και να ξεσηκώνει τυφώνα στη Δύση). Κάθε τέτοιο Αν είναι ένας ολόκληρος άλλος κόσμος, ο Πωλ Ώστερ από τους πολύφερνους συγγραφείς των καιρών μας πάνω σε αυτή ακριβώς την ιδέα έγραψε (με γνησίως αμερικανική πληθωρικότητα) έναν ατελείωτο ποταμό 1000+ σελίδων με τίτλο "4 3 2 1", ενώ τολμηροί (στα όρια ίσως της φαντασιοπληξίας) επιστήμονες διατυπώνουν κοσμολογικές θεωρίες για αναρίθμητα παράλληλα σύμπαντα, με το καθένα να υποδιαιρείται σε μια δέσμη νέων τα οποία και εμπεριέχουν υλοποιημένα όλα τα πιθανά και απίθανα σενάρια.
Με τα "Αν" ασφαλώς δεν γράφεται η Ιστορία λένε (και ορθώς) οι ιστορικοί, εν τούτοις ο άνθρωπος παγιδευμένος σε αυτό τον τυχαιοκρατικό κόσμο, ειδικά όσο περνάνε τα χρόνια και "προχωράει μπροστά", με τις εμπειρίες και τα Αν να συσσωρεύονται σαν τοξίνες, στρέφει συχνά πίσω και στέκει σε κομβικά σημεία ασυνέχειας, με τα "Αν" να βαραίνουν περισσότερο από τα "Αν δεν", αν είχα τολμήσει τότε να της πιάσω το χέρι, αν είχα λύσει εκείνη την άσκηση, αν είχα στρίψει νωρίτερα, αν είχα αποφασίσει αλλιώς, και τότε έρχεται και δίπλα στον υποθετικό λόγο κολλάει και η υποτακτική έγκλιση "θα μπορούσα να..." μαζί με ένα βασανιστικό βαρναλικό "αχ που 'σαι νιότη, που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος". Πως το έλεγε εκείνος ο παλιός δίσκος των Television Personalities; "They could have been bigger than the Beatles". Θα μπορούσαν; Κανείς δεν θα μάθει. Δεν έγιναν πάντως...
Η ...τύχη (τι λέγαμε;) το έφερε να είμαι παρών τη στιγμή που ο φίλος, εκδότης και διαρκής εμπνευστής του περιοδικού που διαβάζετε τούτη τη στιγμή, και παλιό μέλος των Life in Cage, έπαιρνε στα χέρια το κουτί με τα βινύλια της επανέκδοσης εκείνης της παλιάς κασέτας, της πρώτης τότε κυκλοφορίας της μετέπειτα θρυλικής Lazy Dog, έτος 1985, τώρα, έτος 2018, συν-επιμέλεια της ακούραστης και μερακλίδικης σκαπάνης της Β-Other Side (γεια σου Μίμη!) και του σαλονικιώτικου δισκάδικου "Vinyl Mania". Παρακολουθώντας τον Μπάμπη να ξεδιπλώνει την χαρτονένια συσκευασία με μια συγκρατημένη αδημονία, αργά, προσεκτικά αλλά αποφασιστικά, όπως γδύνεις πρώτη φορά αγαπημένο κορμί, εδώ το είχα να θέσω την τυπική, συνήθως κουτή δημοσιογραφική ερώτηση: "πως αλήθεια αισθάνεσαι"; Το ίδιο και πιο έντονο συναίσθημα μου δημιουργήθηκε λίγο αργότερα όταν έτυχε (ξανά) να παραβρεθώ στη συνάντηση των παλιών μελών του γκρουπ, τόσα χρόνια μετά. Πως να είναι άραγε να σε συναντά ένα απομεινάρι του νεανικού σου εαυτού, όταν έχεις προ πολλού τραβήξει σε άλλες ατραπούς, τις τόσο συνήθεις, παιδιά, οικογένειες, άσχετες δουλειές, μια καθημερινότητα γεμάτη "αντι-ποιητικές" υποχρεώσεις; Μια δικαίωση σε 200 αντίτυπα; Ένα αίσθημα ότι "κάτι κάναμε τελικά", ότι αφήσαμε ένα μικρό ίχνος στον μάταιο αγώνα της υστεροφημίας (έχει τραγουδηθεί κιόλας, μία είναι η ουσία δεν υπάρχει αθανασία); Και μήπως κάπου στα μύχια να τριβελίζει κι εδώ ένα "Αν"; Μια πικρία ίσως; Τι να είχε γίνει αν αυτή η στιγμή ερχόταν στην ώρα της; Θα είχαν αλλάξει η ζωή μας; Η πορεία του σχήματος; Καθ' υπερβολή, η ίδια η ελληνική σκηνή;
Μια ορθολογική προσέγγιση θα μας οδηγήσει να αναλογιστούμε ότι τα περισσότερα από τα σχήματα της εποχής εκείνης χάθηκαν χωρίς να αφήσουν κάτι πίσω τους πέρα από αναμνήσεις στους παλαιότερους, δακτυλοδειχτούμενοι ήταν τότε όσοι κατάφερναν να βγάλουν δίσκο, και όχι πάντα οι καλύτεροι αλλά και οι πιο τυχεροί (και ας μην μπλέξουμε και τις πανταχού παρούσες "άκρες"). Και οι περισσότεροι έμειναν εκεί, διαψεύδοντας την λαϊκή ρήση περί αρχής η οποία δήθεν αποτελεί το ήμισυ του παντός. Σε δίσκους ...σταθμούς κυριολεκτικά. Διάττοντες αστέρες. Έλειψε η συνέχεια και η συνέπεια, η μεγάλη κατάρα της δημιουργίας σε αυτή τη χώρα, με την εξαίρεση ελάχιστων περιπτώσεων, μετρημένων στα δάχτυλα ...ξυλουργού. Ας μην το ρίξουμε όμως όλο το βάρος στην ελληνική μουσική κοινότητα. Μήπως η συνέπεια και η συνέχεια δεν είναι ζητούμενο ολάκερης της ελληνικής κοινωνίας;
Ίσως λοιπόν να μην άλλαζαν τελικά τα πράγματα. Αλλά είναι αυτό το "Αν" που μένει πάντα, όσο ορθολογισμό και όση εκ των υστέρων ασφαλή γνώση κι αν επιστρατεύσει κανείς...
Βάζοντας τον δίσκο να παίξει, αισθάνεσαι σαν να μπαίνεις σε μια σκουληκότρυπα του χρόνου που σε ξεβράζει σε πρωτόγονα στούντιο-προβάδικα, σε παρέες νέων παιδιών να κουβαλάνε τα όργανα με τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ και γράφουν τα τραγούδια τους σε κασέτες με αυτοσχέδιες τεχνικές και μουσικές γνώσεις. Ακούς μια παρέα νέων παιδιών σε άγουρες δημιουργικές αναζητήσεις, μια φωνή υπαρξιακή "είμαι κι εγώ εδώ, ακούστε με", σε ένα περιβάλλον διόλου φιλικό, που ποτέ δεν υπήρξε φιλικό, η καλλιτεχνική άλλωστε δημιουργία πάντοτε "εις πείσμα" υλοποιείται (πόσο μάλλον σε αυτή την χώρα μιας συνεχώς υποτροπιάζουσας κρίσης). "Κάποιοι σκότωσαν τις ελπίδες μας, κάποιοι έκλεψαν τα όνειρά μας" τραγουδάει ο Θεόφιλος πάνω από στοιχειωτικά πλήκτρα στην εναρκτήρια "Νεκροψία", δηλωτική της συνέχειας ενός σκοτεινού δίσκου, ελάχιστες αχτίδες ηλίου τρυπώνουν εδώ, ο αέρας σαπίζει, η ατμόσφαιρα είναι ασφυκτική, οι στίχοι (ευτυχώς τυπωμένοι στο εσώφυλλο) εκφράζουν αγωνία, απαισιόδοξη μελαγχολία, ένα αίσθημα διάψευσης μέσα από το πρίσμα ασφαλώς ενός μετεφηβικού υπερβολικού μελοδραματισμού. "You are young and live in boredom" παίρνει την σκυτάλη στο δυναμικό "Rock'n'roll heart" o Μπάμπης (και κάποια στιγμή θα πρέπει να γράψουμε για τον ρόλο της ανίας στη δημιουργική διαδικασία). Και κάπου εδώ ένα προσεκτικό αυτί (και κυρίως ...μάτι) μπορεί ίσως να διαγνώσει και έναν αισθητικό διχασμό στο συγκρότημα, ανάμεσα στο γοτθικό κρύο ("there's cold in my bed") σκοτάδι, το επηρεασμένο από τον πεισιθάνατο ρομαντισμό σχημάτων καθοριστικών της εποχής, όπως οι Cure ή οι Joy Division, και σε μια πιο επιθετική, πιο πανκ απόγνωση όπως την είχαν εκφράσει λίγα χρόνια πριν με εμφατικό τρόπο οι Wipers, ο δίσκος είναι ολόκληρος μια απόπειρα συνάντησης και εξισορρόπησης των δύο αυτών δρόμων. Ένας διχασμός που όπως φαίνεται οδήγησε και στην πρόωρη διάλυση του σχήματος (το κατατοπιστικό εσώφυλλο αφηγείται και τις μετέπειτα πορείες των μελών).
Στην έκδοση εμπεριέχονται και δύο δισκοκριτικές σε συγκαιρινά περιοδικά του χώρου, η μία από τον μακαρίτη τον Νικόλα τον Τριανταφυλλίδης στον 'Ήχο" και του Πασχάλη Πλησή στην "Μουσική", αμφότερες στο ίδιο κατ' ουσία πνεύμα μιας ευμενούς αλλά συγχρόνως συγκαταβατικής προσέγγισης, η μία μάλιστα καταλήγει και στον στερεότυπο αφορισμό "σίγουρα με τα πιο πολλά μέσα οι L.I.C. θα μπορούσαν να δώσουν κάτι πολύ καλύτερο". Να τηνε πάλι η καταραμένη υποτακτική έγκλιση. Θα μπορούσε... Έγινε όμως αυτό που έγινε. Τίποτε άλλο. Καλώς ή κακώς καμωμένο, αδιάφορο. Από τον υποθετικό λόγο μας μένει ο πολύ ...οριστικός αόριστος.
Και αυτός ο δίσκος φυσικά. Που είμαι βέβαιος ότι λίαν συντόμως (αν δεν έχει ήδη) θα εξαντληθεί, η ζήτηση για ένα χαμένο/ξεχασμένο παρελθόν είναι ίσως η πιο ισχυρή τάση στην σύγχρονη δισκογραφία (όπως και η συλλεκτική μανία, μαθαίνω ότι εμφανίστηκε κι ένας τρελαμένος συλλέκτης του εξωτερικού να ζητήσει το white label!). Από τον οποίο θα κρατήσουμε τα ουκ ολίγα δείγματα έμπνευσης που υπάρχουν διάσπαρτα. Χωρίς όμως να εφεύρουμε μια ετεροχρονισμένη σπουδαιότητα και αποκατάσταση. Και θα τον κρατήσουμε επίσης σαν μια χρονοκάψουλα η οποία περιέχει αυτούσιο το πνεύμα και το κλίμα της εποχής της. Κατά μία άποψη τέτοιοι δίσκοι μάλιστα είναι και πιο αντιπροσωπευτικοί, με τον τρόπο που τα ψιλά γράμματα της (μικρο)ιστορίας, τα έργα και οι ημέρες των common people ("είμαστε συνηθισμένοι άνθρωποι, θα μας βρεις ανάμεσα στο πλήθος") και των "ανώνυμων" κρύβουν ενίοτε περισσότερη αλήθεια από εκείνη που βρίσκουμε στις επίσημες δέλτους της Μακρο(Ιστορίας) ("It's not made by great men", όπως το συνόψισαν με ιδεολογική σαφήνεια οι Gang of Four).
Και κάπως σαν σε ανάποδη χρονική ακολουθία, αφού αντηχήσει και η τελευταία νότα, τότε το βλέμμα θα σταθεί και στο εκπληκτικής έμπνευσης εξώφυλλο, στην ταιριαστά ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην ανθρώπινη μορφή πίσω από το συρματόπλεγμα που δίνει μια ανατριχιαστική επικαιρότητα, και στα σύρματα που μετατρέπονται σε πουλιά. Μαύρα πουλιά της ελευθερίας, πουλιά πικρά της δυστυχίας...
"Θα μπορούσε να πετάξει/προτίμησε να ξεκουραστεί/θα μπορούσε να πετάξει/προτίμησε να καεί"... Καταραμένη υποτακτική!