Lina_Raül Refree
Η παράδοση του φάντο σε ανανεωτική προσέγγιση. Ακούγεται επίφοβο το εγχείρημα αλλά η υλοποίηση βρίσκεται σε καλά ιβηρικά χέρια. Του Αντώνη Ξαγά
Η «ιέρεια του ……. η οποία μάγεψε χτες το βράδυ το κοινό», στις τελίτσες συμπληρώστε κατά προτίμηση όποιο είδος επιθυμείτε, από π.χ. το γκοθ (οπότε σίγουρα πρόκειται για την Siouxsie) έως το φάντο(υ) (εδώ οι υποψήφιες είναι πολλές), συνηθισμένοι είμαστε σε τέτοιες στερεότυπες αναφορές σε δελτία τύπου και τεμπέλικα δημοσιογραφικά κείμενα. Πηγαίνοντας ωστόσο τον συλλογισμό ένα βηματάκι παρακάτω, αξίζει να σταθούμε στην λέξη «ιέρεια», η οποία έχει εξ ετυμολογίας ήδη θρησκευτικές συνδηλώσεις (όχι βέβαια ορθόδοξες, μακριά από μας τα καινά δαιμόνια, στην πίστη «μας» δεν υπάρχουν ιέρειες, οι γυναίκες είναι άξιες να λατρεύουν τον Κύριο μας μόνο ως παπαδιές, καλόγριες και καντηλανάφτρες), με μία από τις κύριες αποστολές μιας ιέρειας είναι να αποτελεί θεματοφύλακα, υπερασπίστρια ενός απαραβίαστου όσιου Δόγματος, στο οποίο δεν χωράνε αλλαγές, τροποποιήσεις, βελτιώσεις, όταν δε αυτές συμβαίνουν τότε ανθρώπινο «αιρετικό» κρέας μυρίζει.
Αν επεκτείνουμε ακόμη παραπέρα το σκεπτικό μας και φτάσουμε στην Τέχνη, κι εδώ θα συναντήσουμε πολλά δόγματα και παγιωμένες παραδόσεις οι οποίες κατά την άποψη των πιστών δεν σηκώνουν ανανεώσεις. Και όχι μόνο σε είδη που κουβαλούν μια κάποια μακρά ιστορία, ακόμη και σε νεόκοπα είδη όπως το πανκ είδαμε 1-2 χρόνια μετά το ξεπέταγμα του σχίσματα και μάχες μεταξύ πιουριστών και ανανεωτών. Αέναη λοιπόν και ατελείωτη τούτη η διαμάχη, αν και όχι τόσο αρχαία όσο νομίζουμε, όσον αφορά την μουσική, το σημείο έναρξης θα το εντοπίσουμε εδώ από τότε που αυτό που αποκαλούμε -χωρίς να ξέρουμε και τι ακριβώς εννοούμε- «νεωτερικότητα», έφερε το πνεύμα της προόδου και της εξέλιξης, ο χρόνος από κυκλικός έγινε γραμμικός, και η αλλαγή έγινε ζητούμενο. Ευτυχώς εδώ οι εκάστοτε τολμηροί «αιρετικοί» (ακόμη κι αν είναι από αυτούς με τους οποίους έχουμε κυριολεκτικά …μπαϊλντίσει - αν το πιάνετε το υπονοούμενο) δεν έχουν την ίδια μοίρα με εκείνους τους τολμητίες που αμφισβήτησαν κάποτε τις θρησκευτικές «αλήθειες»…
Ένας δίσκος είναι η κινητήρια αφορμή για αυτές τις σκέψεις και για ένα νοερό ταξίδι στην Πορτογαλία. Παράξενη χώρα, κλειστή, γεωγραφικά λες κι έχει γυρισμένη την πλάτη της στην υπόλοιπη Ευρώπη, με το βλέμμα εστιασμένο προς τον ανοιχτό ωκεανό, εκεί που κάποτε είχε αποικίες (ούσα σκληρή αποικιοκρατική δύναμη όσο και οι Άγγλοι, Γάλλοι … άσχετα αν το ίματζ έχει βελτιωθεί με τα χρόνια και την αμνησία). Οι πολεμικοί αγέρηδες που σάρωσαν την Γηραιά Ήπειρο τον 2ο αιώνα την άφησαν αλώβητη, οι πεδιάδες δεν έγιναν πεδία βολής φτηνά για να ασκούνται ξένοι φαντάροι, σε… αντιστάθμισμα πέρασε σε απομόνωση μια μακρόχρονη σκληρή δικτατορία, είναι τούτη η κλειστότητα και εσωστρέφεια που να εξηγεί γιατί δεν συναντάμε συχνά αξιόλογα πορτογαλικά ονόματα στην σύγχρονη μουσική, ακόμη και σε εποχές όπου κάθε γωνιά του πλανήτη ξεψαχνίζεται, σε παροντικό και παρελθοντικό χωρόχρονο, για κρυμμένα κι άγνωστα διαμάντια. Ίσως κι επειδή ένα είδος μουσικής κυριαρχεί καταλυτικά, αποτελεί ιδιοσυστατικό στοιχείο με το οποίο η «πορτογαλικότητα» προσέρχεται στον κόσμο (μαζί με Πεσσόα, Σαραμάγκου και φυσικά …Ρονάλντο(υ)): το φάντο. Που τα κιτάπια λένε ότι χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα, είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με την μοίρα του λαϊκού ανθρώπου (και ετυμολογικά, από το λατινικό fatum προκύπτει, μοίρα δηλαδή), με πόνους, έρωτες και φυσικά πολύ θάλασσα (και πολλές ανόητες παρομοιώσεις με το μπλουζ και το… ρεμπέτικο). Και φυσικά έχει τις ιέρειες του, την μεγάλη βασίλισσα-πρωθιέρεια, Amália Rodrigues, της οποίας ο θάνατος το 1999 έφερε τριήμερο πένθος στην χώρα και χιλιάδες ανθρώπους στην κηδεία της. Και φυσικά έχει τους δικούς του aficionados (ή… aficionfados, για να κλέψω ένα πανέξυπνο λογοπαίγνιο) αλλά και… αιρετικούς.
Ο βασικός δημιουργός, ενορχηστρωτής και παραγωγός του εν λόγω δίσκου πάντως, δεν είχε τέτοια αρχική πρόθεση, δεν είναι μάλιστα καν Πορτογάλος αλλά Ισπανός. Για τον Raül Refree αξίζει να σημειώσουμε ότι φέτος είν’ η χρονιά του, η χρονιά του (για να θυμηθούμε το παλιό άσμα του Αντύπα), το όνομα του φιγουράρει στο εξώφυλλο δύο δίσκων, με τον άλλο να είναι μια συνεργασία με τον γερόλυκο θρύλο κιθαρίστα Lee Ranaldo («Names of North End Women»). Οι δύο δίσκοι δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότεροι διαφορετικοί ηχητικά, ωστόσο κάτι τους συνδέει. Σε αμφότερες περιπτώσεις ο Refree πρέπει να διαχειριστεί ένα βάρος από το παρελθόν: την κληρονομά των Sonic Youth από την μία, του φάντο από την άλλη. Και κάτι ακόμη: σε αμφότερες περιπτώσεις λείπει, …βροντάει δια της απουσίας του το χαρακτηριστικό όργανο των παραδόσεων: η κιθάρα.
Το δημιουργικό ιστορικό του δίσκου αναφέρει ότι η Lina Rodrigues (καμία σχέση με την Αμάλια, το Ροντρίγκες άλλωστε είναι το πορτογαλικό ‘Παπαδόπουλος’) άκουσε τη δουλειά που έκανε ο Refree με την διάσημη πια γειτόνισσα Rosalía, της άρεσε ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε το εξίσου ιστορικά φορτισμένο φλαμένκο, και είπε «θέλω κι εγώ». Με το ψευδώνυμο Carolina είχε ήδη βγάλει δύο πιστούς φάντο δίσκους, προφανώς όμως ήθελε κάτι διαφορετικό. Και το παρθένο αυτί ενός ξένου ήταν η κατάλληλη βοήθεια, οι εκάστοτε γαρ ρέκτες ενός είδους παθαίνουν συνήθως ένα ιδιότυπο σύνδρομο της Στοκχόλμης με το θέμα τους και ασυναίσθητα δένονται και με τους κανόνες του. Και το παραδοσιακό φάντο έχει πολλούς κανόνες (μέχρι και στην ενδυμασία φτάνει, επιβάλλοντας το μαύρο χρώμα). Έτσι μπήκαν οι δύο τους σε ένα στούντιο, χωρίς «πραγματικό πλάνο στον νου». Και αυτό ακούγεται στο αποτέλεσμα… Με την καλή και την κακή έννοια.
Στην πραγματικότητα η Lina και ο Raul δεν κομίζουν… «βακαλάο(υ) στην Λισμπόα» (για παραφράσουμε με αμφίβολο χιούμορ την γνωστή ελληνική ρήση περί γλαύκας εις Αθήνας), μπορεί οι τουρίστες να εξακολουθούν να αναζητούν αυθεντικό φάντο στα στέκια στις ανηφοριές της Λισσαβόνας, ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες κι εδώ πνέει αέρας ανανεωτικής διάθεσης. Πολλές οι «κόρες της Αμάλια», από την Dulce Pontes, την Cristina Branco μέχρι την Mísia, την Mariza, την Maria Joao και το κουιντέτο της, πολλές και οι νέες προσεγγίσεις στο αποκαλούμενο ‘novo fado’, ποικιλόμορφης τολμηρότητας (ακούστε π.χ. και τον δίσκο «Amália Hoje» ένα πρότζεκτ του ροκ σχήματος των Gift). Ο ορίζοντας έχει απλωθεί τόσο ώστε υπάρχει ακόμη και βραβευμένη… Γιαπωνέζα φαντίστα, η Tsuquida Hideco.
Ωστόσο μέσα σε όλη αυτή την πληθωρικότητα, και ο δίσκος αυτός έχει την αξία του και την δική του θέση και οπτική. Η υφολογική του ενότητα είναι αναπόφευκτη, το ρεπερτόριο γαρ αποτελείται από τραγούδια του κανόνα του φάντο, όλα τραγουδισμένα και καθαγιασμένα από την Αμάλια, όλα χωρίς κιθάρα, όλα εκτός από το τελευταίο, το οποίο είναι σύνθεση του πρόωρα χαμένου António Variações, σαν φόρος τιμής σε έναν από τους πρώτους που αποπειράθηκαν μια ηλεκτρονική προσέγγιση στα φάντο (για μια ιδέα για το τι έκανε εκεί πίσω στα 80s, ακούστε π.χ. το «Povo Que Lavas No Rio»). Ο Raul αφήνει πολύ χώρο στην φωνή και τον λόγο, το φάντο είναι άλλωστε λογοκεντρικό εκ φύσεως, οι «στίχοι πρέπει να λέγονται όπως πρέπει», ωστόσο συνάμα η δακρυγόνος δυναμική του μινόρε καταφέρνει να επικοινωνεί ένα συναίσθημα που τον υπερβαίνει, το διαβόητο και αμετάφραστο μείγμα νοσταλγίας και μελαγχολίας που λέγεται saudade (το οποίο σαν καταχρηστική έντεχνη ψευδαισθητική ποιότητας έπληξε -με αμφότερες τις σημασίες του ρήματος- την ελληνική μουσική πραγματικότητα παλιότερα). Το καταφέρνει αφήνοντας την εκφραστική, κατά στιγμές συγκινητικά όμορφη ερμηνεία της Lina να ξεδιπλωθεί, ο ίδιος κουβαλάει στο στούντιο ένα σωρό μηχανήματα του… διαβόλου, πιάνα, αναλογικά σύνθια minimoog, Hammond κλπ κλπ, τα χρησιμοποιεί όμως λιτά και λελογισμένα, με πινελιές, με ambient μπριστολική τεχνοτροπία, παραδίδοντας τελικά έναν δίσκο ο οποίος καταφέρνει να καταρρίπτει όλους τους κανόνες μιας παράδοσης, μένοντας τελικά πιστός σε αυτήν. Είναι και αυτό ένα είδος… φετίχ. Μαγείας δηλαδή, feitico, για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη διάσημη, πορτογαλικής προέλευσης λέξη…