Caligula
Έχει κλασική παιδεία αλλά και σκληρή καθολική, έχει ακούσει industrial και μέταλ, και είναι πολύ μα πολύ τσαντισμένη. Ή έτσι ακούγεται τουλάχιστον... Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Τα Χριστούγεννα του ’17 πήρα χαμπάρι τυχαία την Kristin Hayter. Έβλεπα στο μουσικό μου feed συχνά την φωτογραφία της στο εξώφυλλο και ένιωθα μια ακατανόητη έλξη για να ακούσω την μουσική της. Και παρόλο που ήμουν υποψιασμένος για το τι επρόκειτο να ακούσω, το σοκ ήταν βαθύ και ακαριαίο από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα ακρόασης. Ένα μουσικό ταρακούνημα που είχε να μου συμβεί τόσο καιρό που σχεδόν είχα ξεχάσει πόσο όμορφο συναίσθημα ήταν. Το “All Bitches Die” ήρθε ξαφνικά, με ισοπέδωσε και μπήκε βαθιά μέσα μου για πάντα, να το κουβαλάω σαν χαρακτηριστικό πνευματικό δεκανίκι της δεκαετίας που διανύουμε. Κάτι σαν μια πληγή που ανοίγει με τον καιρό.
Και πριν καλά καλά περάσει η επίδραση του δίσκου άρχισα να φωνάζω και να λέω στον καθένα μουσικόφιλο που γνώριζα για τον εν λόγω δίσκο. Από τον ενθουσιασμό ορμώμενος ξεκίνησα να διατυμπανίζω στα social μύδια το όνομα της Hayter και τον δίσκο αποκάλυψη που ήρθε κατευθείαν από την κόλαση και ανυψώθηκε στα μουσικά μου ουράνια μην αφήνοντας στο διάβα του τίποτα όρθιο. Να προειδοποιήσω βρε αδερφέ εκείνους τους λίγους μουσικούς συνοδοιπόρους, ομοϊδεάτες και να γνωστοποιήσω στα υποψήφια αυτιά για τον δίσκο φαινόμενο που έσκασε από το πουθενά. Εκείνους τους λίγους που ενδεχομένως θα δεχόντουσαν το “All Bitches Die” σαν πρόσφορο έπειτα από νηστεία χρόνων, όπως άλλωστε ένιωσα κι εγώ. Και αντί οι τρομπέτες της κολάσεως να αρχίσουν να ηχούν όλες μαζί και η λάβα να χύνεται καυτή στρώνοντας μας το δρόμο, όλοι μαζί θύματα της ιέρειας Hayter να ακολουθούμε την μουσική αυτή μαύρη λύτρωση. Αντ’ αυτού, δεν πήρα απάντηση δεν πήρα, από κανέναν και να ’μαι πάλι εδώ ζωντανός, μόνος μου σε αυτό το μαρτυρικό ταξίδι του “All Bitches Die”, επίγειος, μοναχικός.
Ο καιρός πέρασε, η απίθανη εταιρεία Profound Lore την τσίμπησε στο roaster της όσο ακόμα ήταν νωρίς και η επανέκδοση του το “All Bitches Die” έβαλε κάποια πράγματα στην θέση τους όσον αφορά την αποδοχή του κόσμου στο πρόσωπο της Hayter και επίσης, εξίσου σημαντικό έβαλε και το βινύλιο στα ράφια μας.
Εκ των υστέρων, ήταν εν μέρει κατανοητή η όλη αδιαφορία προς την Lingua Ignota από τους περισσότερους καθώς μιλάμε για έναν δίσκο που γδέρνει την ψυχή σου κατευθείαν από το πρώτο άκουσμα, ένα μαρτύριο για την ίδια που με δυσκολία κατάφερε να το κάνει μουσική-τέχνη για να ξορκίσει τους δαίμονες της και να τους βάλει μέσα σε εμάς. Μας καλούσε με κάθε ακρόαση του δίσκου, να ρουφήξουμε το δηλητήριο από τις φλέβες της, να την σώσουμε, να κατανοήσουμε τον πόνο της. Η κακοποίηση που έχει δεχτεί στην ζωή της είναι το δηλητήριο που ήπιε, το εμπέδωσε και μας το έφτυσε σε μορφή τραγουδιών σε εμάς τους ανυποψίαστους. Και ποιος θέλει τη σήμερον ημέρα την μαυρίλα στην μουσική του τόσο έντονη, πηχτή και ανυπόφορη; Μάλλον λίγοι. Και έτσι μοναχικά πορευτήκαμε με δαύτη την περίπτωση, σίγουροι για την γραφικότητα μας στο τέλος της δεκαετίας που θα βάζαμε τα δάχτυλα μας στην φωτιά για αυτόν τον δίσκο, θα τον στρογγυλοκαθίζαμε στην πρώτη τριάδα της δεκαετίας και όλοι οι άλλοι θα μας κοιτούσαν με μισό μάτι.
Κι όμως, εδώ είναι και το παράδοξο της όλης υπόθεσης που ομολογώ δεν είχα προβλέψει επ’ουδενί. Η Lingua Ignota κυκλοφόρησε το νέο της δίσκο “Caligula” και η δημοτικότητα της ανέβηκε κατακόρυφα. Το κοινό της πολλαπλασιάστηκε με εκθετική αύξηση και μέσα σε λίγους μήνες ανακηρύχτηκε η πιο σημαντική και θαρραλέα καλλιτέχνιδα των τελευταίων χρόνων που με το νέο μουσικό της εξομολόγημα ρίχνει στα πατώματα τους ακροατές της και ταρακουνάει ακόμα και το πιο αδιάφορα αυτιά. Έδωσε έναν νέο αέρα στο dark-woman-power μουσικό κίνημα που διακατέχει την σκηνή τα τελευταία χρόνια με παρουσίες όπως την Pharmakon, την Chelsea Wolfe, την Jenny Hval, την Anna Von Hausswolff και τόσες άλλες σκοτεινές κυρίες. Ξαφνικά κάνει τους θεατές να κλαίνε στις ζωντανές της εμφανίσεις και σιγά σιγά οι μικρές υπόγες άρχισαν να μην την χωρούν και να αναβαθμίζεται σε κανονικούς χώρους για live, με εξαερισμό, μπαρ και χώρο για merchandise μπλουζάκια.
Το “Caligula” είναι πραγματικότητα, η Hayter βάζει το μουσικό της μαρτύριο μέσα σε περισσότερα σπίτια και δισκοθήκες και λες και δεν είχε να διαδεχτεί έναν αριστουργηματικό δίσκο, το “Caligula” φαίνεται να μην χωλαίνει πουθενά και να θέτει τις γερές βάσεις που θα ανυψώσουν την Hayter σε μεγάλη καλλιτέχνιδα στο άμεσο μέλλον (αν αυτό δεν ισχύει ήδη).
Εκεί που νόμιζα ότι η νοσηρή ατμόσφαιρα του προκατόχου του δεν μπορεί να ξανασυναντηθεί με τίποτα, έρχεται το “Caligula” να με διαψεύσει περίτρανα και να μου σερβίρει απλόχερα 11 νέα κομμάτια, 11 νέες πληγές που ξύνουν την επιφάνεια του βινυλίου και βγαίνουν σαν λόγχες και απλώνονται μέσα στο δωμάτιο σε κάθε ακρόαση.
Αν το “All Bitches Die” ήταν μια επίθεση, μια συναισθηματική ισοπέδωση, το “Caligula” είναι η χαριστική βολή, το δεύτερο κύμα που έρχεται να σαρώσει τους εναπομείναντες ζώντες περιλυπόμενους χωρίς κανέναν οίκτο.
Ελαφρώς πιο γυαλισμένο και δουλεμένο από τον προκάτοχο του, λειτουργεί σαν το διπλό δίσκο που χωρίστηκε στην γέννα. Με το γνωστό πλέον μουσικό ύφος της Hayter που μπερδεύει Νέο-κλασσικά στοιχεία, με γκόθικ νουάρ ατμόσφαιρα και noise περάσματα, το “Caligula” ακούγεται ακόμα πιο λυρικό και σε σημεία επικό. Και πολύ απλά είναι ένας από τους δίσκους της χρονιάς, είτε σου αρέσει είτε όχι. Ακόμα και να μην σε αφορά η όλη πονεμένη ιστορία του δίσκου, μην κωφεύεις και μην αγνοείς ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης μουσικής ιστορίας. Διότι εκεί ανήκει η Hayter είτε το θέλουμε είτε όχι. Και επειδή σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις όλα είναι ή του ύψους ή του βάθους, εγώ συντάσσομαι πλάι της, πιστός ακροατής, μαγεμένος από την μουσική εξομολόγηση της.