Aesthetica / Outside
Μαύρο και λευκό, διαφορετικά αλλά ισάξια, συνομήλικα παιδιά συντοπιτών. Του Άρη Καραμπεάζη
Δύο δίσκοι με ολοκληρωτικά διαφορετικό περιεχόμενο, με file under χιλιάδων μιλίων να χάσκει ανάμεσα τους, αριστουργηματικοί σε βαθμό παρεξηγήσεως και οι δύο, που ξεκινάνε από αλλού (δεν μιλώ με γεωγραφικούς όρους), καταλήγουν αλλού και μέσα από εντελώς διαφορετικούς δρόμους. Άνυδρη απομίμηση Americana για τους O' Death, σε βαθμό τέτοιο που να την προτιμάμε από το πρωτότυπο. Ξερό σφυροκόπημα κάτω από τις επιταγές της black metal ρυθμολογίας για τους Liturgy, που όσο και αν κατηγορούνται ως unoriginal με το που παίρνουν τα όργανα ανά χείρας στέλνουν την μισή Νορβηγία αδιάβαστη. Τελικώς δύο δίσκοι που απευθύνονται στο ένα και το αυτό κοινό και αν τυχόν κάποιος ασχοληθεί και λατρέψει τον έναν, είναι απολύτως σίγουρο ότι ομοίως θα πράξει και με τον άλλον.
Στο Brooklyn μπορεί να μην συμβαίνουν τα πάντα (διότι κάτι συμβαίνει κι αλλού), αλλά η αλήθεια είναι ότι το Brooklyn κάτι έχει για όλους. Και καθώς τα χρόνια περνάνε, το hype ξαποσταίνει, αλλά η σκηνή ενδυναμώνεται, χωρίς να ολισθαίνει σε εφήμερες ατασθαλίες, το Brooklyn του 2011 με μία ιδιόμορφα ομοιόμορφη ποικιλία ήχων και αισθητικής μουσικής, πιάνει το πνεύμα των καιρών, όπως κανένα άλλο σημείο του μουσικού πλανήτη. Δεν ξέρω αν οι O' Death και οι Liturgy κάνουν πρόβες σε διπλανά υπόγεια και αν οι πρώτοι συχνά-πυκνά διαμαρτύρονται στους δεύτερους για τον εκκωφαντικό θόρυβο, που δεν τους επιτρέπει να κουρδίσουν σωστά τα μπάντζο τους, αλλά το ανεξάρτητο ήθος δημιουργίας, ως έννοια που δεν ακούει ούτε στο indie, ούτε στο alternative προσωνύμιο, που συνήθως την ακολουθεί, χαράζει σωστές κατευθυντήριες γραμμές και για τους δύο. Και επιπλέον και οι δύο τις πατάνε πλέον με τον απολύτως σωστό τρόπο τις γραμμές.
Στο τρίτο τους ουσιαστικά άλμπουμ (αν και υπάρχει μία πρώτη self released δουλειά χαμένη στο χρόνο) οι τύποι με το μανιασμένο μπάντζο, το μετρημένο πλέον γιουκαλίλι και τα τύμπανα αλά Virgin Prunes (που κάνουν τη διαφορά από τους άλλους καουμπόηδες) τελειοποιούν επιτέλους και τις διαδικασίες σύνθεσης και ενορχήστρωσης, που μέχρι πρότινος αποτελούσαν προφανές ελάττωμα τους, και δεν θέλουν και πολύ για να γίνουν η μπάντα πρώτης επιλογής για τον οποιοδήποτε ψάχνει πως θα αντικαταστήσει επιτέλους τους Sixteen Horsepower στην ταλαιπωρημένη από το κρύο-ζεστό των Wovenhand συνείδηση του. Χορταστικά γοτθικοί και χωρίς ενδοιασμούς σκοτεινοί, με την ανάσα του punk σε ρόλο σαφέστερο από αυτόν του επιθανάτιου ρόγχου, στέλνουν με άνεση στο καναβάτσο ημιθανείς μετριότητες του τύπου Middle East και ηχογραφούν ένα άλμπουμ για το οποίο η λέξη filler δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ούτε ελάχιστα δευτερόλεπτα, χωρίς παράλληλα να καταλήγουν γραφικοί ή δήθεν κολλημένοι με την παράδοση του αμερικάνικου ήχου. Στα τραγούδια τους ενυπάρχει πάντοτε η απαραίτητη ανύψωση, που ενίοτε καταλήγει σε καλώς εννοούμενη έπαρση έναντι της μοίρας και των εφτά κακών, που παραφυλάει για τον καθένα μας.
Οι Liturgy κατά τα φαινόμενα έχουν πολλά προβλήματα και αυτά έχουν να κάνουν κυρίως με το ότι η κλειστή κοινότητα του black metal δεν λέει με τίποτε να αποδεχτεί το γεγονός ότι φοράνε τζιν και σταράκια και δεν κρατάνε πεντάλφες και μοσχαροκεφαλές. Παρότι εκτιμώ και απολαμβάνω την τάση του κάθε μουσικού είδους να περιχαρακώνει τους αισθητικούς του κανόνες και να συμπεριφέρεται καχύποπτα απέναντι σε περιπτώσεις του τύπου "είδαμε φως -ή σκοτάδι- εν προκειμένω" και μπήκαμε, στην περίπτωση τους η συζήτηση περί του αν οι Liturgy είναι true black metallers ή όχι, ανεξάρτητα από το που θα καταλήξει, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Και αυτό γιατί την ώρα που μεγάλα ονόματα του είδους μπαίνουν στο στούντιο από υποχρέωση, ηχογραφώντας αναμασήματα για να έχουν πρόσχημα να βγάζουν σε περιοδεία τις μοσχαροκεφαλές τους, οι Liturgy πολύ απλά κυκλοφορούν τον πιο ύπουλα ακραίο δίσκο του 2011. Δεν χαλαρώνουν δευτερόλεπτο, σφυροκοπάνε ανελέητα και από κάθε μεριά, αγνοούν όρια ταχύτητας, θορύβου και υπομονής και φτιάχνουν ένα άλμπουμ το οποίο το ακούς και αισθάνεσαι εξουθενωμένος στο τέλος, σαν να σε υποχρέωσαν να αναμετρηθείς μαζί του.
Από εκεί και πέρα είτε παίρνεις την καλή σου αγκαλιά και χορεύετε σφόδρα ερωτευμένοι υπό το φως της πανσέληνου το Back Of The Garden, είτε παίρνεις την σκουριασμένη τσάπα που σου έγραψε στη διαθήκη του ο παππούς σου και γκρεμίζεις την μεσοτοιχία μέσα σε εφτά μόλις λεπτά στα οποία διαρκεί το Generation, το οποίο είναι απολύτως βέβαιο ότι περιέχει υποσυνείδητα μηνύματα καταστροφής, η ηδονή είναι ισόποση και αντάξια της αγάπης που υποχρεώνεσαι να μοιράσεις ανάμεσα στις δύο μπάντες. Οι Liturgy κάθε τόσο ακούγονται παντελώς ασυγκράτητοι, παίζουν με φρενήρεις ρυθμούς και ουρλιάζουν όσο δεν ούρλιαξε ποτέ κανείς στο Brooklyn. Οι O' Death έχουν το χάρισμα να είναι η πιο υπομονετική μπάντα του πλανήτη και να αφήνουν σε μία και μόνη μελωδία μέχρι και δύο-τρία λεπτά ανάπτυξης μέχρι να ολοκληρωθεί και να πάει από εκεί που ήρθε, για να υποδεχτούν την επόμενη και να ξεσπάσουν και αυτοί με τον τρόπο τους λίγο πριν τελειώσει και αυτή. Οι κανόνες της ψυχολογίας θα υπαγόρευαν ως καλή ιδέα την ανταλλαγή μελών ανάμεσα στις δύο μπάντες, ώστε να καταφέρουν να διατηρήσουν την ψυχική τους ισορροπία.
Δύο από τις ανεξάρτητες εταιρείες που σημάδεψαν τα ακούσματα μας από τη δεκαετία του '90 και πέρα (το αληθές είναι βέβαια ότι το Outside κυκλοφορεί από την Ernest Jenning στην Αμερική) σε δύο ισόποσα ανυπολόγιστης αξίας άλμπουμ, με αυτό των Liturgy να ξεχωρίζει ελάχιστα παραπάνω από των γειτόνων τους, μόνο και μόνο διότι πρόκειται για μία μπάντα φαινόμενο, με τρόπο ανάλογο με αυτόν των Dillinger Escape Club και των Black Dhalia Murder, αλλά με κώδικες επικοινωνίας που - για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας- μιλάνε ευθέως στον hipster μουσικόφιλο των 90's και αφήνουν στην άκρη ψυχαναγκαστικές γραφικότητες, που έτσι όπως έχουν τα πράγματα θα μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν μεγαλύτερη εμπορική βάση, ενώ ήδη εισπράττουν περισσότερη άρνηση και αμφισβήτηση παρά αποδοχή. Τηρουμένων των αναλογιών βέβαια τους αξίζει να εξελιχθούν στους Pantera το τώρα και να λάβουν αναγνώριση από παντού, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι θα συμβεί αυτό.
Οι O' Death πάλι δεν έχουν τέτοια προβλήματα καθότι ως γνωστόν εδώ και αρκετά χρόνια ό,τι αόριστα ονομάστηκε (εκ νέου) ως acid folk είναι εκ των προτέρων απόλυτα cool, χωρίς να χρειάζεται καν να διαπιστωθεί η ποιότητα του (πρόσφατες οι και επί σκηνής μνήμες από την αδυναμία των Big Blood να ανταποκριθούν στον όποιο μύθο τους μέσα από τραγούδια παρωδίες). Με ένα-δυο τέτοια άλμπουμ ακόμη θα φτιάξουν και αυτοί το δικό τους μύθο και το ότι δεν έχουν ξεμυτίσει από το underground ακόμη είναι μάλλον κακό σημείο των καιρών (ή ίσως και καλό).
Η απάντηση στην ερώτηση "τι μουσική ακούς;" έχει δυσκολέψει επικίνδυνα και η αναζήτηση ταυτότητας μέσω της μουσικής έχει περάσει από το παραδοσιακό καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, σε αυτό της σύνθετης κάθετης, ενώ ο καθένας μας αγοράζει και λίγο "αέρα" για να είναι σίγουρος για το μέλλον.