Νέκυια
Εν αρχή ην ο λόγος, το λέει και η Βίβλος μπροστά-μπροστά. Μετά όμως ήρθε και η μουσική. Και κάτι νέο γεννήθηκε. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Spoken word χαρακτηρίζουν το έργο τους στο bandcamp οι ΛΟΚΑΤΟΛΑ (έτσι αναγράφεται τώρα το όνομά τους στο εξώφυλλο, με όλα τα γράμματα κεφαλαία, το σχήμα που πρωτογνωρίσαμε στην κασέτα «Μονοτονία Ρωθ» που είχε κυκλοφορήσει το 2020 από την A Man Out of A Man). Θα έλεγα ότι τους αδικεί αυτός ο τίτλος. Ο λόγος, η ποίηση, που είναι το ένα μισό της πράξης τους (όπως και στο προηγούμενο άλμπουμ τους) είναι τόσο ισχυρά, επεμβαίνουν στον ψυχισμό με τόση αμεσότητα που δεν αρκεί απλώς μια τυπική ταμπέλα για αυτό που συμβαίνει. Είναι ποίηση φυσικά τα λεγόμενά τους. Ποίηση ενδεδυμένη με μουσική. Και χωρίς βέβαια η μουσική αυτή να είναι κάτι... δεύτερο. Είναι εξ ίσου ισχυρή και δουλεμένη. Ας μιλήσουμε πρώτα γι’ αυτήν.
Ο Γιάννης Λιανός παίζει synthesizer και o Κωστής Γαρδίκης (τον οποίο συναντάμε και στους Dance with Invisible Partners) κιθάρα και synthesizer. Αυτό από μόνο του, ο συνδυασμός ηλεκτρικής κιθάρας και ηλεκτρονικών δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε περιοχές μυστήριες, μουσικά όχι συνηθισμένες, με πρόθεση και διάθεση εξερευνητική. Εκτός από αυτό η μουσική καταλήγει να είναι απόκοσμη και «σκοτεινή». Και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Τα λόγια που συνοδεύει δεν παραπέμπουν σε φωταψίες. Έχουμε δηλαδή ένα ιδιότυπο dark ambient θεατρικό soundtrack, μια σε βάθος διαχείριση του ήχου και κυριολεκτικά και μεταφορικά, γιατί ακόμα πιο πολύ εδώ, ο ακροατής θα βυθιστεί στο άπατο πηγάδι ενός κάποιου Κάτω Κόσμου (γι’ αυτό και Νέκυια).
Γίνονται όμως ένα ο ήχος με το λόγο. Ο ήχος είναι αυτός που κυρίως εξυπηρετεί και υποβαστάζει το λόγο, όμως γίνονται ένα. Και μαζί ξεφεύγουν τελικά και από την ποιητική πρόθεση. Μετατρέπονται σε θεατρική παράσταση. Ξεφεύγουμε από ένα τυπικό avant έργο (που μόνο avant garde δεν είναι τα περισσότερα) και αντιμετωπίζουμε κάτι δυναμικό και αυτόνομο που αρνείται τις συμβάσεις και μας επηρεάζει ενεργητικά. Επενεργεί καταλυτικά. Ο ακροατής πιάνει τον εαυτό του να χάνεται στα καρβουνιασμένα λόγια του Τάσου Τζωρτζάτου που είναι και ο ποιητής. Και εκτός από ποιητής είναι και θαυμάσιος αφηγητής μιας απόκοσμης ιστορίας. Ο τρόπος που απαγγέλει εκτός από άψογος ως εκφορά, είναι με έναν περίεργο τρόπο εξπρεσσιονιστικός. Αλλά μιλάμε για έναν εξπρεσσιονισμό ώριμο, σχεδόν γερασμένο και σοφό. Όχι πια τρεμουλιαστό από την παράκρουση της δύναμης και της αγριότητας. Είναι ο εξπρεσσιονισμός του βάθους και της απουσίας του χρόνου. Ξέρει να τοποθετεί τους φθόγγους ο Τζωρτζάτος τον έναν πίσω από τον άλλο με ροή και ρυθμό, μακρυά από δήθεν ποιοτικές φανφαρονίες και να τους φορτίζει με άνεση με την διάθεση που ο ίδιος θέλει και επιλέγει. Και αυτή η διάθεση μοιάζει να προέρχεται από έναν χώρο αρχέγονο. Σαν μονόλογος στη σκηνή αρχαίου θεάτρου, σε παράσταση μεταμεσονύκτια, πιθανόν κρυφή από τα μάτια των πολλών, πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια.
Πρόκειται για ένα μεστό έργο που δεν είναι ούτε μουσική, ούτε ποίηση, όντας τελικά και τα δύο. Ένας από τους εγχώριους δίσκους που πραγματικά αξίζουν για φέτος.