Στην πράξη το να ανακηρύξεις κάποιο δίσκο ως τον "χειρότερο" της χρονιάς, της δεκαετίας κ.ο.κ. είναι απείρως δυσκολότερο από το να επιλέξεις τον καλύτερο. Και αυτό γιατί κάθε χρόνο κυκλοφορούν εκατοντάδες σκουπίδια χωρίς ίχνος αισθητικής και χωρίς καμία πρόθεση τέχνης. Δεν θα πάρεις όμως μέσα από αυτά. Αυτά συνιστούν έναν πολτοποιημένο αχταρμά που μόνο κατ' ευφημισμό ανήκει στον κόσμο της μουσικής και των δισκογραφικών κυκλοφοριών. Είναι σαν να λαμβάνεις υπόψη σου τα βιβλία του Λιακόπουλου και των Αδερφών Γεωργιάδη, όταν πρέπει να επιλέξεις το χειρότερο βιβλίο της χρονιάς. Έτσι και με τη μουσική. Για αυτό και συνήθως προτιμάμε τον όρο "ο πιο απογοητευτικός δίσκος", αντί για το αφοριστικό "ο χειρότερος".
Στην περίπτωση του Λόλεκ όμως τα περιθώρια στενεύουν. Απογοητευτικός σε σχέση με τι; Με την προηγούμενη δουλειά του; Αστεία πράγματα, τα είχαμε πει τότε. Με τη συναυλιακή του παρουσία και την εικόνα του performer, που από σπόντα δεν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο αλησμόνητο Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο του Χάρη Ρώμα; Τέλος πάντων, ας πούμε ότι εφόσον εδώ καταρρέει και η όποια τέλος πάντων ενδιαφέρουσα χρήση της μελωδίας υπήρχε στα τραγούδια του τότε Lolek, μπορούμε να καταλήξουμε χωρίς πολλές περιστροφές στο συμπέρασμα ότι ο Αχινός είναι πράγματι ο χειρότερος δίσκος, που έχουμε ακούσει εδώ και πολλά χρόνια και που μάλλον θα κάνουμε άλλα τόσα να ακούσουμε. Εκτός αν θέλετε να τον συγκρίνετε με τίποτε πραγματικά σκουπίδια, οπότε πάω πάσο. Ο πιο "ανυπόφορος" δίσκος θα ήταν η πιο σωστή λέξη, αλλά δεν ξέρω αν είναι ακόμη αναγνωρισμένη αυτή η κατηγορία.
Σοβαροφάνεια, βαρυσήμαντα κενού περιεχομένου νοήματα, ανόητες μεταφορές του νηπιαγωγείου, συμβολισμοί για να τους ξεχωρίζουν και όσοι υποφέρουν από στραβισμό, μελόδραμα και πόνος του στυλ "τι μπουκόφσκι, τι τσιμπουκόφσκι", κοινωνική κριτική για πρωινάδικα με νεανικές ανησυχίες, οργή που θα φιλοξενούνταν στο πρωτοσέλιδο της Καθημερινής. Όλα αυτά ήταν αναμενόμενο να έρθουν ακόμη περισσότερο στο προσκήνιο με τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Και ήρθαν. Η απουσία της αβίαστης έμπνευσης και του γνήσιου ταλέντου, υποκαθίστανται περίτεχνα με επιλεχτικό πλιάτσικο από τα κατορθώματα τρίτων, είτε πρόκειται για τους Κόρε Ύδρο, είτε για τον Boy.
Το αξιοθαύμαστο είναι ότι αυτή η άνευ ετέρου τραγουδοποιητική ανεπάρκεια του Λόλεκ (πλέον), παρακολουθείται συνεπέστατα από δυσκοίλιες ενορχηστρώσεις, τραβηγμένες από τα μαλλιά εκτελέσεις, που τονίζουν και ξανατονίζουν την κάθε υποτιθέμενα δραματική στιγμή, νομίζοντας ότι ο ακροατής είναι κάποιος μαλάκας, που τυχόν δεν κατάλαβε ότι εδώ πρέπει να κλάψει, εκεί να εξοργιστεί και παρά πέρα να εκραγεί. Επιδεικτικά ηχητικά ξεσπάσματα, σφιγμένες μελωδίες που εγκλωβίζονται σε δήθεν υπερβατικούς φανφαρονισμούς και ένα τελικό μουσικό αποτέλεσμα που καταλήγει σε δύσμορφο και παράλληλα προσβλητικά γελοιοποιημένο έκτρωμα των όσων προσπαθεί να μιμηθεί. Μέχρι και ο... Pascal Comelade θα βρει τον μπελά του κάπου προς το τέλος. Ευτυχώς να λέμε δηλαδή, διότι αν είχαμε τίποτε μουσικάρες να συνοδεύουν την σε στυλ "ποιητική βραδιά του Τηλεφώς" στιχουργία του άλμπουμ, θα ήμασταν σε τρομερά δύσκολη θέση. Αντίθετα, το πράγμα δένει "υπέροχα" από κάθε πλευρά.
Μεμονωμένα η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών του δίσκου δεν αντέχει σε καμία κριτική. Αν θέλουμε να βρούμε τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν την τελική ανεπαίσθητη άνοδο από τον απόλυτο πάτο της βαθμολογίας, θα πρέπει να φτάσουμε μέχρι το ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ (0,5) , το οποίο καίτοι ξεκινάει με μία sui generis αγριάδα, αρκετά πριν το τέλος καταποντίζεται από την πομπώδη ερμηνεία του Λόλεκ και την ορχήστρα που σπεύδει από δίπλα να υπογραμμίσει την οργή παίζοντας με επιτηδευμένη ένταση και υπολογισμένη ενόχληση. Στο τέλος σε πιάνουν τα γέλια. Ένα πολύ όμορφο τραγούδι είναι το ΤΟ ΝΕΡΟ ΕΧΕΙ ΜΝΗΜΗ (1,5) , με απλούς στίχους, ειλικρινή ευαισθησία, που αφήνεται να υπάρξει μετρημένη και δεν καλείται να σώσει ή να καταστρέψει τον κόσμο. Καμιά δουλειά δεν έχει αυτό το αληθινό τραγούδι ανάμεσα σε μεγαλόστομες αρλούμπες του τύπου "μέσα μου έχω έναν αχινό", "σε λέξεις μαστούρας φθηνού αρωματικού στικ", "παρανυχίδες και μεγάλα πάθη", "αφήστε με να είμαι αληθινός, να είμαι κανένας". Εν μέσω αυτού του αλαλούμ εννοιών και παθών ο Λόλεκ κάνει και την αυτοκριτική του στον ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ (0), καλώντας μας και πάλι να ασχοληθούμε μαζί του. Κλείνει και με μία ημιθανή μελοποίηση στο ποίημα "Κεριά" του Καβάφη (0,5), που το μεγάλο της ατού δεν είναι παρά η πρόσφατη ανάμνηση από το καβαφικό φιάσκο της Πλάτωνος.
Πέραν τούτων ουδέν και δεν θα εκπλαγώ καθόλου, ίσα- ίσα που θα το θεωρήσω απολύτως φυσιολογικό, αν μετά και από αυτό το δίσκο, ο Γιάννης Αναγνωστάτος, με οποιοδήποτε ψευδώνυμο, σε οποιαδήποτε γλώσσα και γραφή, αναγνωριστεί ως ο επόμενος μεγάλος Έλληνας τραγουδοποιός. Σας αξίζει. Θα ψυχοπλακωθείτε, χωρίς να προβληματιστείτε στο παραμικρό και χωρίς να έχετε να σκεφτείτε απολύτως τίποτε. Περίπου Μάλαμας, για αυτούς που δεν έχουν όρεξη να χορεύουν και προτιμούν το Βερολίνο, από το Πήλιο. Σας αξίζει;