Alone
"Όταν μιλάω για τραγουδοποιούς, εννοώ αυτούς που, με όπλο μια κιθάρα η (σπανιότερα) ένα πιάνο, φτιάχνουν -σχεδόν αποκλειστικά- τραγούδια. Πολύ συχνά, γράφοντας οι ίδιοι και τους στίχους, συνηθέστατα πάνω σε "επί του προσωπικού" θέματα, αλλά και επωμιζόμενοι το ρόλο του ερμηνευτή. Αυτό όμως που κατά τη γνώμη μου τους ορίζει στην πραγματικότητα ως τραγουδοποιούς είναι η απουσία αυτόνομου μουσικού λόγου. Ενός μουσικού λόγου δηλαδή που δεν θα είχε την επιτακτική ανάγκη του στίχου προκειμένου να αρθρωθεί ως αυθύπαρκτη έκφραση. Συνθέτης, αντίθετα, είναι εκείνος που διαθέτει την πλήρη εποπτεία του μουσικού μέσου, δημιουργώντας όχι απλά ένα λόγο συνοδευτικό του στίχου αλλά παράλληλο μ' αυτόν, ανασύροντας τις αθέατες και ανείπωτες πλευρές του κόσμου που μόνο η Μουσική -με Μ κεφαλαίο- μπορεί να αναδείξει.".
Συνήθως αντιγράφω από τους συντρόφους στο Mic όταν "στριμώχνομαι" σε σχέση με ό, τι ακούω. Αυτή τη φορά όμως ο Αλέξης Βάκης, το προ διετίας άρθρο του στο Δίφωνο με τίτλο "Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΙΣΑΡΕΣ - Οι συνθέτες, οι τραγουδοποιοί και οι ενδιάμεσοι εμπλεκόμενοι" (ολόκληρο εδώ πλέον) και η συνέχεια αυτού στο τεύχος Απριλίου - Ιουνίου 2009 του περιοδικού "Μετρονόμος" (αυτό με την Λένα Πλάτωνος στο εξώφυλλο- σαν αναντίρρητο επιχείρημα επί των όσων υποστηρίζει ο Βάκης και σαν ειρωνική ματιά στο review που διαβάζετε τώρα) με τον τίτλο "ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΟΙ: οι διακριτές έννοιες του συνθέτη και του τραγουδοποιού στο σημερινό περιβάλλον" ... εμπεριέχουν -και όχι απλά συνοψίζουν- το σύνολο των ενστάσεων και των αμφιβολιών μου σε σχέση με ό,τι ακούω και ό,τι δεν ακούω στο ντεμπούτο άλμπουμ του Lolek για την Inner Ear. Κυρίως ως προς αυτά που δεν ακούω δηλαδή...
Γιατί δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως ακούω (και ουδόλως αγνοώ) και εγώ όλα αυτά που ακούνε όσοι έχουν υποδεχτεί με επαίνους και θριάμβους και τον ίδιο τον δίσκο και εν γένει την είσοδο του Lolek ΩΣ - ήδη σημαντικό από όσο διαβάζω ... - τραγουδοποιό στην εγχώρια δισκογραφία. Διακρίνω τις ερήμους και τις υποδόριες μελωδίες, το μονότονο σκοτάδι και τις lo-fi ατμόσφαιρες, την ευαισθησία, την ειλικρίνεια και την βιωματικότητα, σε ικανή μάλιστα απόσταση η τελευταία από το "γελοίον" και το γέλιο που προκαλεί η σπαραξικάρδια αυτοβιογραφική διάθεση της πλειοψηφίας των τραγουδοποιών. Σε αυτό το σημείο ο Lolek ορθά πράττει. Παράλληλα προσπαθώ να κάνω πέρα τη θολούρα που αφήνουν πίσω τους οι φιγούρες των Waits, Cohen και των λοιπών της συνομοταξίας, μήπως και διακρίνω αυτό που υπάρχει παρακάτω. Παρακάτω όμως εμφανίζονται και πάλι τα γραφόμενα του Βάκη, να υπερθεματίζουν την αξία της μουσικής η οποία πολύ εύκολα εγκαταλείπεται χάριν ενός μουσικοφανούς, πλην αρεστού, υποκατάστατου αυτής.
Από τον μουσικό κόσμο του Lolek απουσιάζει - παρ' ολίγον απελπιστικά μάλιστα- κάθε έννοια ολοκληρωμένης και σταθερής μουσικής δημιουργικότητας. Ίσως δε να απουσιάζει ακόμη και η προσπάθεια για τη προσέγγιση αυτής. Υπάρχουν οι ιδέες, αλλά εγκαταλείπεται η προσπάθεια να εξελιχθούν σε κάτι παραπάνω. Το άλμπουμ ξεκινάει εντυπωσιακά, συνεχίζει όμως - και παραμένει σε όλη τη διάρκεια του - "δειλό" και "λίγο". Ο Lolek δεν φαίνεται να διαθέτει την ολοκληρωμένη ικανότητα για στιχουργική και μουσική πλοκή ικανή να τον πάει λίγο παραπέρα από τις αναφορές του. Εκεί που δύο λέξεις από ένα τραγούδι του Cohen στριφογυρίζουν στο μυαλό σου για χρόνια, δύο αντίστοιχες σε ένα του Lolek φαντάζουν απελπιστικά λίγες, ειδικά μάλιστα σε αυτό το τόσο οικεία αρεστό μουσικό τοπίο. Τόσο οικείο, σχεδόν βαρετό πλέον.
Οι έρημες μελωδίες ικανοποιούν μεν τις ανάγκες ηχητικής κάλυψης τηλεοπτικών προγραμμάτων που πλασάρουν εναλλακτική πραγματικότητα (όπως Calexico), τίποτε όμως δεν κουβαλάνε από την αληθινά σκοτεινιασμένη αύρα της ερήμου (όπως Thin White Rope). Η μοναξιά των εικόνων ικανοποιεί το περιορισμένο αισθητήριο του κοινού που έχει ήδη καλύψει τα κενά της ανάγκης του για μιζέρια στις σαφώς πιο εντυπωσιακές συνθέσεις της Μόνικα, τίποτε όμως δεν προσθέτουν στην ψυχή όσων με ουσιαστικό τρόπο έκαναν δικό τους ένα τραγούδι από το τελευταίο άλμπουμ των Κόρε Ύδρο. Στο Alone τα πάντα είναι τοποθετημένα με τόσο έντεχνα γοητευτικό τρόπο, που στο τέλος καταντάει προσωπικό στοίχημα το να μην πέσεις στην παγίδα τους.
Στο ίδιο τρέχον τεύχος του Μετρονόμου λοιπόν υπάρχει ένα εκτενές άρθρο για τον Κώστα Καπλάνη, τον ρεμπέτη δημιουργό που έγραψε μεταξύ άλλων το "Μινόρε της Αυγής" . Εκεί αναφέρεται ότι ο Καπλάνης, παρότι "έγραφε" κατ' αρχήν αριστουργηματικά τραγούδια (το παραπάνω ίσως να είναι το καλύτερο τραγούδι στο πέρασμα από το ρεμπέτικο στο λαϊκό) δεν κατείχε με ολοκληρωμένο τρόπο είτε την τέχνη της στιχουργικής, είτε αυτή της σύνθεσης. Έστηνε μια μελωδία και πάνω της όχι περισσότερο από δύο στιχάκια. Μετά την επέμβαση τρίτων όμως αυτό το πρωτόγονα αριστουργηματικό υλικό μεταμορφωνόταν πάντοτε σε ό,τι σπουδαίο έχουμε τελικά στα χέρια μας από τον εν λόγω δημιουργό. Ίσως για αυτό τελικά τα τραγούδια του κατοχυρώθηκαν σε άλλους! Δίκαια ή άδικα, άραγε;
Τα εντυπωσιακά πρώτα υλικά λοιπόν υπάρχουν άφθονα και στην περίπτωση του Lolek, η απαραίτητη όμως επέμβαση από όσους τυχόν κατέχουν σε άρτιο βαθμό τα παραπάνω δεν λαμβάνει ποτέ χώρα, παρά την πλειάδα συμμετεχόντων και παρεμβαινόντων στο υλικό του Alone.
Αν τελικά το απλοϊκό και το απαίδευτο είναι οι κυρίαρχες αρετές στο χώρο της μουσικής σήμερα, τότε ναι, αυτός ο δίσκος έχει δύο τουλάχιστον αρετές για τις οποίες αξίζει να ασχοληθείτε μαζί του περισσότερο από όσο μπόρεσα, με κάθε καλή πρόθεση και διάθεση, να ασχοληθώ εγώ. Διότι στην περίπτωση αυτού του τραγουδοποιού εκτός από τον μουσικό λόγο, κρίνεται μέχρι στιγμής ανησυχητικά ελλιπής και ο - συνήθως αρκούντως συμπληρωματικός- στιχουργικός. Οπότε τι μένει; Το απροσδιόριστο των ειλικρινών προθέσεων ίσως, που όμως σίγουρα δεν αρκεί. Και η μελαγχολία σίγουρα δεν σώζει.