Είναι αρκετά δύσκολη η τελική εξίσωση που επιχειρεί ο Λόλεκ στον "Ουρανό Μολύβι". Μπορεί στην πραγματικότητα τα καινούργια του τραγούδια να μην είναι σύνθετα (είναι ωστόσο περισσότερο απ' τα παλιά του), αλλά πιθανόν σ' αυτόν ακριβώς τον μη σύνθετο, και κάποτε αντιφατικό, χαρακτήρα να οφείλουν την όποια επικαιρότητά τους.
Βασικά, καθώς θα δούμε στην πορεία του κειμένου, δεν είναι καθόλου εύκολο να γράψει κανείς έναν καλό, πόσο μάλλον πολύ καλό, λαϊκό δίσκο πια. Ιδίως όταν τούτος είναι ειδικώς εμπνευσμένος απ' τον Μάρκο Βαμβακάρη, κι εκεί βασίζει την προβολή του.
Η μνήμη έπαιζε πάντοτε σημαντικό ρόλο στη μουσική, στους τριαντάρηδες τραγουδοποιούς όμως ρόλο παίζει κι η στροφή στο μέλλον. Κι ο Γιάννης Αναγνωστάτος μοιάζει να κεφαλοποιεί επιλεκτικά από την εν λόγω αμφιταλάντευση. Εξάλλου, τα ρεμπέτικα του Βαμβακάρη πέτυχαν ήδη απ' τα χρόνια του '80, μιάμισι δεκαετία περίπου μετά τον θάνατο του εμπνευστή τους, την αποδοχή από έναν ευρύτερο κύκλο μουσικών κι ακροατών. Γεγονός που εξηγείται απλώς με την υπολανθάνουσα σκοπιά μιας δεδομένης μυθοπλασίας περί αυθεντικότητας, ροκ αντικουλτούρας, χασίς και ταξιμιών. Σ' αυτό το τετράπτυχο έδρασαν υπό τύπου αποσπάσματος οι διασκευές που έκαναν κατά καιρούς οι Εν Πλω, Τζίμης Πανούσης, Γιάννης Αγγελάκας/ Νίκος Βελιώτης κ.ά., έστω κι αν συγκεκριμένες μόνον μπόρεσαν να δώσουν κάτι περισσότερο από έναν βεβιασμένο αφορισμό.
Για να αναφερθούμε σε επίπεδο ολόκληρου δίσκου ωστόσο, θα χρειαστεί να φέρουμε στο φως της επιφάνειας ξανά "Τα Μπλουζ Του Πρίγκηπα" του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ένα άλμπουμ που αν περιλάμβανε μπουζούκι, οι σχέσεις με το παρόν θα ήταν σαφώς μεγαλύτερες από τις έμμεσες τωρινές.
Στο μουσικό σκέλος των οκτώ τραγουδιών εδώ, η μίξη του Μανώλη Αγγελάκη βάζει τόσο τη ρυθμική βάση όσο και τις ηλεκτρικές κιθάρες σ' ένα ρόλο συντονισμένου σήματος που επιτρέπει να μεταδοθούν αποτελεσματικά τα φόρτε κι η ένταση τής -επίσης εκ του φυσικού λαϊκής- στιχουργίας του Γιάννη Καχραμάνογλου. Ακούγεται σαν η κατάλληλη στουντιακή συμπεριφορά, η οποία όντως δεν διαψεύδεται και στα πεπραγμένα.
Εμφανίζεται περίπου ρητά στους βιογράφους του Μάρκου Βαμβακάρη πως όταν ξεκίνησε να δισκογραφεί ο ίδιος δεν πίστευε στην ποιότητα της φωνής του. Μα πρωτίστως για εκείνην τη φωνή ήταν κομμένα τα τραγούδια του. Κάτι ανάλογο του τελευταίου ισχύει και με τον Λόλεκ. Κι ας υπάρχουν θέματα στην ερμηνεία του, μερικά ανοιχτά ακόμη απ' την εποχή του "Alone".
Είναι λες κι εν προκειμένω οριοθετείται στο μικρόφωνο ένα παιχνίδι αντιθετικότητας δημιουργώντας έναν κόσμο ισοδυνάμων. Από τη μια μεριά υπάρχει η σε στιγμές ορθή φωνητική τοποθέτηση και το πάντοτε αφτιασίδωτο συναίσθημα, κι από την άλλη η έκταση της φωνής είναι περιορισμένη κι ίσα που απαιτούνται λίγοι φθόγγοι για να βγουν κάποια κομμάτια. Αλλά δεν είναι ασυνήθιστο όλο αυτό, και δεν θυμούμαστε να έχασε κανένας τροβαδούρος-ερμηνευτής εξαιτίας του.
Από τα τραγούδια του δίσκου, τα πιο δυνατά είναι τα "Θα Γίνω" και "Ψεύτικος Ντουνιάς" (του Βαμβακάρη), τραγούδια όπου το χθες τίθεται ευθέως υπό διερεύνηση για να εκτιμηθεί η εγγραφή του στο τώρα, καταλήγοντας σ' ένα τολμηρό αλλά επιτυχημένο άνοιγμα. Ώστε να αποκαλυφθούν με άλλα λόγια τα εντόσθια μιας αρκετά βαριάς για το σήμερα κληρονομιάς. Έχει, επίσης, έντονο ενδιαφέρον το πώς οδηγούμαστε απ' το "Pulp Fiction" ("Καφτάνι") στον Yann Tiersen ("Ουρανός Μολύβι") και στο έντεχνο ("Το Καράβι") χωρίς επιστροφή.
Εν κατακλείδι, το "Ουρανός Μολύβι" είναι ένα άλμπουμ που παλεύει ανάμεσα στη γοητεία και την απώθηση, και σ' αυτήν την πάλη κρύβονται τα μυστικά κι η ουσία του. Μα προπάντων είναι ένα άλμπουμ με όρια. Όρια διαισθητικώς εκτιμητέα που φτάνουν να αναγνωρίζονται μόνον από πολύ μικρά, σχεδόν απειροελάχιστα, σημάδια. Μπορείς να τα δεις; Έχει καλώς. Δεν μπορείς; Θα χαθείς στις αμφιβολίες και στο εφήμερο hype.