Hinterland
Επί πέντε χρόνια έπαιζε με τις τάπες των βαρελιών, περιμένοντας τα τραγούδια να ωριμάσουν. Του Γιώργου Λεβέντη
Έχει καταφέρει ποτέ ακόμη και ο εξυπνότερος κριτικός να γράψει κείμενο για δίσκο με καταγωγή το Μάντσεστερ χωρίς να ασχοληθεί με τη μουσική κληρονομιά του; Χωρίς να προσπαθήσει να ανακαλύψει υγρασία στις νότες, αποξένωση και υπόκωφο πάθος στον ψυχισμό του δημιουργού, τάσεις φυγής από την πόλη και όλα αυτά τα ωραία; Ακόμη και οι καλύτεροι το μόνο που κατάφεραν προσπαθώντας να το αποφύγουν είναι να κάνουν εξυπνακίστικους κύκλους γύρω από το θέμα για να καταλήξουν στο τέλος να κολλάνε το όνομα του Mark E. Smith μέχρι και σε κριτικές που δεν έχει καμιά θέση να βρίσκεται - και κάποτε θα αποδειχτεί πως το να τον ανακατεύουμε εκεί που δεν τον έχει σπείρει κανείς ευθύνεται για αρκετά από όσα έχει περάσει και αυτός και η μουσική.
Από την άλλη, θα σου πουν και οι γραφιάδες, εμείς φταίμε ή οι μουσικοί; Σωστό και αυτό, γιατί όλοι από κάπου είμαστε μεν, αλλά προφανώς τα τέκνα του Μάντσεστερ το παίρνουν λίγο πιο προσωπικά και αν δεν το έχουν γλιτώσει άλλοι και άλλοι δε θα το αποφύγει φυσικά η Campbell. Αφού κατάφερε με το προ πενταετίας Nerve Up (τον πιο μη-Warp δίσκο της Warp) να μπει στο χάρτη και να τραβήξει την προσοχή του Paul Morley, τώρα προσπαθεί να εμπλουτίσει τα post-punk γονίδια της εκκίνησής της χωρίς να χάσει το οτιδήποτε ήταν αυτό που την πρωτοέκανε γνωστή.
Πέντε χρόνια πήρε ο δίσκος και δικαιούμαστε να περιμένουμε κάτι που να τον ξεχωρίζει από τα robo-punk, retro-pop, post-slowcore υβρίδια που έχουν υπάρξει το εύκολο καταφύγιο του εναλλακτικού κοινού τα τελευταία χρόνια, από όταν δηλαδή το psych zeitgeist αποδείχτηκε η καλύτερη κρυψώνα σωρού άχρηστης folk και οι κιθάρες βάλθηκαν να δικαιώσουν τους κομπλεξικούς εχθρούς τους. Θέλουμε groove, κομμάτια αουτσάιντερ που θα έρθουν για να μείνουν. Αν κάπου στη μέση της ακρόασης μας έρθει να γράψουμε καμιά βλακεία του τύπου ''έτσι θα ακούγονταν οι Section 25 αν διασκεύαζαν το Iceblink Luck'' σημαίνει πως θα έχει αποτύχει, εκτός αν κατά βάθος ανήκουμε και εμείς στα κορόιδα που βρήκε το συμπαθές αλλά υπερτιμημένο ντεμπούτο της. Αν είναι να ασχοληθούμε ξανά μαζί της, θέλουμε απλά έναν σπουδαίο ποπ δίσκο που θα παριστάνει πως δεν ξεκίνησε για τέτοιος και εμείς θα παριστάνουμε πως το πιστεύουμε.
Τα καλά και ταυτόχρονα κακά νέα είναι ότι γράφει την επιθυμία μας για ένα καθαρό ποπ άλμπουμ εκεί που δεν πιάνει μελάνι και διαλέγει να ψάξει την υπόθεση λίγο περισσότερο. Την τιμά από τη μία ότι το παιδεύει το πράγμα, από την άλλη όταν λείπει ένα γενικότερο όραμα (και το άλμπουμ είναι λίγο πιο ''χαλαρό'' από όσο πρέπει για να εντοπίσουμε το όποιο όραμα) μένεις μόνο εσύ, η αυτόνομη αξία των τραγουδιών και ο τρόπος που χειρίζεσαι τις επιρροές σου και η Campbell είναι καλή αλλά όχι τόσο ώστε να της συγχωρήσουμε τα πάντα. Στις καλύτερές του στιγμές ο δίσκος βρίσκεται στο ιδανικό μεταίχμιο χαριτωμενιάς και εσωστρέφειας, γνήσιο τέκνο της μείξης του left-of-center διανοουμενισμού με την μελωδική παρόρμηση, μείξη που όποτε πέτυχε έκανε τη βρετανική ποπ τη σημαντικότερη έκφραση του δυτικού πολιτισμού τα τελευταία εξήντα χρόνια. Στις κακές του στιγμές δεν είναι κακός, αλλά μέτριος και ως γνωστόν το μοναδικό χειρότερο από το να βγάλεις δίσκο που να θυμίζει ένα Μάντσετερ που έχουν τραγουδήσει όλοι είναι να προσπαθήσεις να τραγουδήσεις ένα Μάντσεστερ που δεν υπάρχει (και αν υπάρχει το ''χαλαρό'' Μάντσεστερ σίγουρα θα το ανακαλύψει κάποιος καλύτερος).
Από το εναρκτήριο ''Into the Cave'' διακρίνονται τα όποια χαρίσματα της Campbell σώζουν τελικά και το άλμπουμ, κυρίως η δυνατότητα να συνδυάζει μια όμορφη φωνή με εγκυκλοπαιδικές μουσικές πινελιές και ειδικά ένα μπάσο που από τις Factory δόξες μέχρι και χαριτωμένους ανθυπο-Lachowski-σμούς διατρέχει όλη τη διαδρομή που μπορεί να ονειρευτεί για το δίσκο του ένας ''διαβασμένος'' μουσικός και να τη βγάλει καθαρή. Πρέπει να της αναγνωριστεί πως η προσπάθειά της να καταφύγει στο μουσικό εκλεκτικισμό για να εμπλουτίσει τον ήχο της καταφέρνει να είναι, αν όχι πάντα επιτυχής, τουλάχιστον όχι κραγμένα αγχωμένη. Τα ''Bunkerpop'' και ''Groove it Out'' είναι από τα πιο ύπουλα εναλλακτικά χιτ των τελευταίων χρόνων. Το ομότιτλο είναι ό,τι πιο catchy έχει γράψει ως τώρα και το ''Flee!'' η ανακουφιστική στιγμή που ο συναισθηματισμός δεν πλακώνει τον ήχο και για αυτό υποψιάζομαι ότι θα είναι και το δικό της αγαπημένο από το δίσκο. Και Joy-Division σύνθια, και το Come Away with ESG και τα ντίσκο-κρουστά του ''Love Action'', ένα σωρό αναφορές περνάνε από μπροστά σου, όσο χρειάζεται ώστε να τις αισθανθείς, αλλά όχι τόσο ώστε να σε κάνουν να ψειρίσεις τη μέθοδο περισσότερο από το αποτέλεσμα. Α, και κάποιος δικός της να της πει ότι πρέπει να εμπιστευτεί περισσότερο τις κιθαριστικές της ικανότητες.
Καλύτερο από το προηγούμενο, στο σωστό εσωκομματικό στρατόπεδο της ευρύτερης funk-punk παράταξης, αλλά και πιο άνισο από όσο μπορούμε να δικαιολογήσουμε για άλμπουμ εννιά τραγουδιών μετά από πέντε χρόνια καθισιού. Το ότι πάντως ένας ακόμη δίσκος της κατηγορίας ''αφού δε θα ξεφύγεις ποτέ από το post-punk, χαλάρωσε και απόλαυσέ το'' επιτρέπει στη δημιουργό του να διατηρεί το πλεονέκτημα της έκπληξης για τον επόμενο, κάνει το ζύγι θετικό. Το σίγουρο είναι πως η Julie Campbell δε φαίνεται τύπος που βιάζεται γενικά. Να είμαστε καλά, λοιπόν, και ραντεβού εδώ σε τέσσερα χρόνια, όπου είτε θα έχουμε τον σπουδαίο ποπ δίσκο που (δεν) περιμένουμε είτε θα χρειαστεί να παίξω και εγώ το χαρτί του Mark E. Smith.