Final Wild Songs
4 cd με 4 ώρες "πειραγμένης" paisley underground. Του Τάκη Κρεμμυδιώτη
Σε μια έκρηξη ειλικρινούς υπερβολής, θα μπορούσα εύκολα να παραδεχτώ ότι ακόμα και μόνο με τα "Looking for Lewis and Clark", "Gunslinger Man", "10/5/60", "Capturing The Flag" και "Come Join Our Gang", η κυκλοφορία αυτή θα ήταν (παν)άξια λόγου. Τι να πω τώρα, που το περί ου ο λόγος box set περιλαμβάνει remastered από τον Andy Pearce το σύνολο της δισκογραφίας των The Long Ryders, με διάφορα demos, singles, acoustic versions και live; Αφήστε δε κατά μέρος το όντως πολύ ενδιαφέρον booklet με την όλη διαδρομή τους και το σχολιασμό ανά τραγούδι από την ίδια τη μπάντα, αλλά και το πόστερ με συγκεντρωμένα memorabilia που επιμελήθηκε ο περιβόητος γραφίστας Phil Smee. Μη χαθείτε, όμως: η μουσική θα σας κέρδιζε, έτσι κι αλλιώς, από μόνη της.
Αν τους γνωρίζετε, δε χρειάζονται πολλά λόγια. Ίσως ένα μικρό φρεσκάρισμα της μνήμης. Αν όχι, τότε εύλογα θα μου πείτε να γίνω πιο σαφής. Ήδη μιλήσαμε για "πειραγμένη" paisley underground κι αυτό -από μόνο του- είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό. Βέβαια, τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα μπορούσαμε να πούμε ένα σκέτο rock και να είμαστε μέσα. Πώς είπατε; Σύγχυση; Μη βιάζεστε. Ακούγοντας και πάλι στο σύνολό της τη δισκογραφία των The Long Ryders, είχα την ευκαιρία να συνειδητοποιήσω πόσο ευρύτερο ήταν το ενσωματωμένο σε αυτήν φάσμα μουσικών επιρροών, από εκείνο που μέχρι τώρα νόμιζα (το "δια βίου μάθηση" is my middle name). Οι Ryders ξεκίνησαν από το Los Angeles (ελάτε δα, μυλαίδη) ως μια ήπια garage μπάντα που αγαπούσε το bluegrass, για να εξελιχθούν σε επίσημους εκφραστές του paisley underground. Κι αυτό διότι σύντομα έπαιζαν κάτι που μεταγενέστερα βαφτίστηκε "alternative rock", με εμφανείς ψυχεδελικές επιρροές, όχι και τόσο εμφανείς post-punk, καθώς και με περισσή αγάπη για τα '60s και την country. Με άλλα λόγια, ήταν ροκάδες της εποχής τους. Μόνο που λάτρευαν τους Gram Parsons, The Byrds, The Clash, Buffalo Springfield και διάφορα φαινομενικά ετερόκλητα συναφή. Σας μπέρδεψα; Το παίρνω αλλιώς: πείτε πως έπαιζαν alt country και Americana πριν αυτές "ανακαλυφθούν", με αφοσίωση στο μαγκιόρικο και χαρούμενο rock & roll. Ξέρετε τι εννοώ: Οι κιθάρες μπροστά, ξένοιαστες και δυνατές ταυτόχρονα, ποιοτικές και ρυθμικές, με εθιστικά σόλο, από μια μπάντα πλαισιωμένη από γερή καβάντζα pints πριν το last call. Μην τσιμπάτε, αστειεύομαι. This was Los Angeles!
Η ιστορία των Sid Griffin, Stephen McCarthy, (Des Brewer), Tom Stevens και Greg Sowders παρουσιάζεται πλήρως μέσα από τέσσερα cd. Στο πρώτο καλύπτεται η διετία 1983-1984 με το Ε.Ρ. "10/5/60", το άλμπουμ "Native Sons", ακουστικές εκτελέσεις και ζωντανές ηχογραφήσεις από το θρυλικό κλαμπ της Νέας Υόρκης CBGB και το West End του Chicago. Στα τραγούδια του, μεταξύ άλλων, βλέπουμε πώς οι The Beatles go country ("Born To Believe In You", "Final Wild"), 60's power pop ("Run Dusty Run"), πανέμορφη ψυχεδέλεια που ξεπερνούσε τα αποδεκτά όρια του paisley underground ("And She Rides", "Too Close To The Light", "Masters Of War"). Υπάρχει, βέβαια, και ολίγη από τους The Byrds σε πιο ροκάδικη εκδοχή ("You Don't Know What's Right..."), όπως και Aussie επιρροή που θυμίζει κυρίως τους The Sunnyboys ("10/5/60"). Το δεύτερο cd αποτελείται από το άλμπουμ "State Of Our Union", διάφορα mix και το "Looking for Lewis and Clark" όπως το έπαιξαν στο The Old Grey Whistle Test. Φυσικά, υπάρχει και η αξεπέραστη στούντιο εκτέλεση, που ενώνει τους The Stooges και τους The Rolling Stones, με απολύτως ξεσηκωτική φυσαρμόνικα και το "κλέφτικο" σφύριγμα στην αρχή, που έκανε ποιμενικό πάταγο! Αν δε με απατά η μνήμη μου, τότε ήταν που ο φίλο μου ο Τάκης είχε την ιδέα να δώσει στην punk μπάντα του το όνομα "Κάψτε Τα Μαντριά". Στο "Lights Of Downtown" αποτυπώθηκε τόσο ανάγλυφα η paisley underground, που οι The Smithereens δε μπόρεσαν να αντισταθούν και λίγα χρόνια μετά έβαλαν σχεδόν αυτούσια την εισαγωγή του στο πολύ καλό χιτάκι "House We Used To Live In". Τα ηχητικά "ανοίγματα" στο σύγχρονο ήχο εδώ γίνονται πιο εμφανή, με επιρροές από τον Tom Petty και τους R.E.M. ("Capturing The Flag"), ενώ διακρίνεται ένα φλερτ προς τη blues ("A Stitch In Time") και την ήπια πλευρά των The Rolling Stones ("Baby's In Toyland").
Ο τρίτος δίσκος περιλαμβάνει το άλμπουμ "Two Fisted Tales" (1986) και αρκετά demos. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τραγούδια "He Can Hear His Brother Calling", Ring Bells" και "Basic Black", που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο, ο οποίος τελικά δεν κυκλοφόρησε, λόγω του ότι η μπάντα διαλύθηκε το 1987. Το "Gunslinger Man" διεκδικεί επάξια μια θέση στην τριάδα των καλύτερων τραγουδιών τους (τότε είχε στοιχειώσει τα ψαγμένα ερτζιανά της Θεσσαλονίκης), το "Spectacular Fall" συνέχισε τα "μαθήματα" στους The Smithereens, οι The Waterboys δήλωναν πνευματικά παρόντες ("The Light Gets In The Way", "Harriet Tubman's Gonna Carry Me Home"), ενώ υπήρχε και ολίγη από ska ("Ring Bells"). Στον τέταρτο δίσκο αποτυπώνεται η ζωντανή εμφάνισή τους στο 'T Beest της Ολλανδίας, που εντασσόταν στο πλαίσιο της πρώτης υπερατλαντικής τους περιοδείας.
Οι The Long Ryders είχαν τόσο long πορεία, όσο για να χωρέσει με το παραπάνω σε αυτό το box set. Στα χρόνια που πέρασαν ο Sid Griffin έγινε μουσικός δημοσιογράφος, ενώ ο Stephen McCarthy έπαιξε στο πλευρό του Steve Wynn σε διάφορα projects, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι Gutterball. Σε λίγο καιρό ξαναπαίρνουν τους δρόμους, για να συνεχίσουν τη δουλειά από εκεί όπου την άφησαν. Δε μπορώ να γνωρίζω αν σήμερα θα τύχουν ευρύτερης αποδοχής, από εκείνης στην πρώτη φάση τους. Μπορώ, όμως, να ευχηθώ στο "Final Wild Songs" η πρώτη λέξη να μπήκε εκ παραδρομής.