Οι Los Planetos del Agua σχηματίστηκαν στα μέσα του '98 στο Derby απ' τους Tony P Woodall και Richard Parry. Και ευθύς σχεδόν με τις πρώτες δικές τους συνθέσεις άρχισαν και τα παιχνίδια ανάγκης με τις χιλιομετρικές αποστάσεις. (Εγώ, καθότι δεν ξέρω καλά από τα μέρη τους, κατέφυγα για συμβουλές σ' έναν ξεχασμένο τουριστικό οδηγό ταξιδιών). Εξήντα έξι km λοιπόν μέχρι το Birmingham. Εκεί βρίσκεται η Bearos Records, όπου και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους 7" single το '99. Εγγύτερα σαφώς (στα δεκάξι km) το γειτονικό Burton on Trent. Εκεί ψάξανε το σπίτι του Stephen Lawrie (πρώην Telescopes, απ' την κληρονομιά της Creation Records), όπου και η έδρα της Antenna Records. Ο χρόνος ήταν αισίως το 2001 και η συνάντηση είχε τελικώς ως αποτέλεσμα το παρόν cd.
Η μουσική των Los Planetos del Agua είναι επί το πλείστον οργανική, η τάξη της οποίας διακόπτεται είτε απ' τα τραγουδιστά ψιθυρίσματα του Tony P Woodall, είτε απ' τις απαγγελίες του Jerry Hope (μαζί με τον Matthew Cousin είναι το τρίτο και τέταρτο μέλος του group, αντίστοιχα). Κάνοντας το 'Too Many Bricks And Not Enough Sea' (όντως πολύ εμπνευσμένος τίτλος για ντεμπούτο) έναν ήσυχο δίσκο, του οποίου ο χαρακτηρισμός slow-core ταιριάζει απόλυτα. Οι αμερικανοί Low και οι ομοεθνείς τους Hood είναι δύο μόνον απ' τις δεκάδες επιρροές των Los Planetos del Agua (στις υπόλοιπες περιλαμβάνονται επίσης οι Mogwai, Dirty Three και Spiritualized). Το επίπεδο κλάσης αλλάζει μόνον, μετακινούμενο τουλάχιστον ένα με δύο θέσεις χαμηλότερα.
Ο εμπλουτισμός της γνωστής θεματολογίας με πνευστά, μερικές πολύ ενδιαφέρουσες συνθετικές ιδέες (στα δέκα λεπτά του 'Mercury 13', στο 'Columbo', στο 'They Sharpen As They Soothe' και σποραδικά αλλού) και οι πρωτότυποι τίτλοι, συγκεντρώνουν τα προτερήματα. Η μέτρια παραγωγή όμως, καθώς και η γενικότερη αίσθηση του προβλέψιμου φορτώνουν την άλλη μεριά της ζυγαριάς, γέρνοντάς την επικίνδυνα. Όχι, δεν φταίει κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί κάπου έξω απ' τα σημεία των καιρών. Οι Los Planetos del Agua ξεκίνησαν αργοπορημένα, όταν ο συνδυασμός του μινιμαλισμού με τις σαφείς πινελιές από lo-fi και post-rock είχε περάσει στην τρίτη ηλικία. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος είναι ότι το συγκρότημα ακόμα δεν είναι σε θέση να αναπτύξει τις ικανότητές του. Το γνωρίζω εξάλλου αυτό το αμήχανο συναίσθημα που νοιώθω τώρα. Μου συμβαίνει κατά κανόνα όταν ακούγοντας ένα συγκρότημα για πρώτη φορά, συνειδητοποιώ ότι σ' ένα μήνα από τώρα δεν θα το ακούω καθόλου και τραβηγμένα σ' ένα χρόνο θα' χω ξεχάσει και αυτές τις καλύτερες στιγμές του.
Σ' ένα άλλο σενάριο αυτός θα ήταν ο ορισμός της αδιάφορης καθημερινότητας. Στη μουσική περιγράφει το τετριμμένο της κοινοτυπίας. Και στους κύκλους της βιολογίας, αυτό σημαίνει ότι ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του cd επέρχεται αιφνιδίως η απαξίωση και ο θάνατός του. Θυμίζοντας πανομοιότυπα όλα τα κατά καιρούς soundtracks των μίζερων Κυριακών μας.