Ένας νέος δίσκος των Λοστ Μπόντις είναι πάντα ένας δίσκος λοστμποντεϊκός και ολίγον ρόλιν άντερ. Είναι ένα εικαστικό γεγονός που απευθύνεται σε όλες τις αισθήσεις, θέμε δε θέμε. Βέβαια, για τον παλιό καλό φαν του χαμενοκορμικού σύμπαντος δεν υπάρχει πια εκείνο το στοιχείο της έκπληξης. Δεν είναι "δο ντίεση" ούτε "αναρόφηση", ούτε καν σε επίπεδο τίτλων των διαδόχων τους [λείπει φερειπείν ένας Ανδαλουσιανός Σκυλάς, ο κος Στόβολης, ένα Αβάντ Γκάρντεν, ένα Στρετς Ρηφλέξ έστω]. Είναι απλά μια "όσμωση" του χθες με το σήμερα που κουβαλάει ως σεισάχθεια όλο το βάρος των προηγουμένων.
Είναι εμφανής άλλωστε η ευαγής παρέμβαση της ψηφιακής εποχής και της ηλεκτρονικοτεχνολογοτεχνίας, αλλά και η παράβασή της άμα λάχει. Συνυπάρχει το γκροτέσκο, το ακουστικό μουσικό στοιχείο ως βάση, ο μπρούτος στίχος, τα αθυρόστομα εκ-θέματα και οι κουλές κουφές σκέψεις των κάκιστων αυτών παιδιών. Ευτυχώς, παραμένουν ακούραστοι και θεματικά ευρηματικοί, εναλλακτικοί αλλά οικείοι, σχεδόν οικειοποιημένοι ήδη και αφομοιωμένοι.
Είναι όμως κι ένα περιβόλι ήχων το παρόν σιντί, μουσικών υβριδικών ειδών, λόγου παραλόγου και αλόγου. Χίπικο ροκ, στωικό ραπ, μουλάτου ή τέικ-φάιβ τζαζ, στέρεο κβ-μδ του όνου, μετα-σκα, πιπαρλάτα, σάρτριρα, αστική ιεροτελεστία, καραγκιόζ μπερντές, καβαφικός Άρης Αλεξάνδρου, μελαγχολικό ηπειρώτικο εκκρεμές αλά Γκαρμπάρεκ με νύξεις Αρτέμιεφ, σουρεαλιστικός Σαχτούρης, σέρφιν ή θρας πενιές, παπαδιαμαντική εσάνς και μια αρκούντως αυτοσαρκαστική ελέκτρο-κλάκα ως κατακλείδα.
Ξεχώρισα εύκολα "το μάτι μου με κοίταζε", το σκυλί του "μότσαρτ", το επίμονο "θέλω να μη θυμάμαι όσα δε θέλω... θέλω να θυμηθώ όσα ξέχασα" της "βροχής", το happy "αυτό το κομμάτι μου γαμάει τα λαιμά μου" core και το αδιάφανο "δέρμα".
Όλ' αυτά μπορεί και να μη λένε τίποτε σε κάποιον αμύητο - κι έτσι θα πρέπει να είναι για όσους δεν έχουν γευτεί ποτέ τι εστί λοστ ιν γιόρ μπόντι σπέις.