Με το 'Berlin', σύμφωνα με το Μπάμπη Αργυρίου, ο Lou Reed θα έπρεπε να έχει εγκαταλείψει τον μάταιο ετούτο κόσμο (της δισκογραφίας) εδώ και 36 χρόνια. Ανήκω στους πιο υπομονετικούς που θα περίμεναν μέχρι το 1989 για το 'New York'.
Η μόδα των 'Don't look back', (οι Slint παίζουν το 'Spiderland', οι Public Enemy το 'Takes a Nation of Millions to Hold Us Back', οι Tortoise το 'Millions Now Living Will Never Die', όπου γκρουπ με μηδενικές ως ελάχιστες ελπίδες να ξαναβγάλουν κάτι σπουδαίο παρουσιάζουν ως event δίσκο του μακρινού ή όχι και τόσο παρελθόντος τους) μοιραία επεκτείνεται και στη δισκογραφία.
Έτσι, οι Cowboy Junkies παίζουν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος του Τορόντο την 'Trinity Session' και μας τη σερβίρουν ως 'Trinity Revisited' σε cd/dvd και ο Lou Reed σε άλλη εκκλησία, την Church of St. Ann & the Holy Trinity στο Brooklyn παίζει το 'Berlin', που κυκλοφορεί σε cd στη Matador ως 'Berlin: Live at St. Ann's Warehouse' αλλά και σε dvd σκηνοθετημένο από τον Julian Schnabel.
Tο 1973, ο Reed απέφυγε να πατήσει στην πρόσφατη επιτυχία του 'Transformer' και να το παίξει καινοτόμος του glam-rock (πράγμα που από κάθε άποψη τον έπαιρνε να κάνει). Έβγαλε το κάπως δύσκολο, σκοτεινό και καταθλιπτικό 'Berlin', χρησιμοποιώντας την πόλη ως σύμβολο της παρακμής. Στην Αμερική ο δίσκος πάτωσε, ενώ στην Ευρώπη τα πήγε κάπως καλύτερα, πιθανώς λόγω της μεγαλύτερης πολιτιστικής συγγένειας με το θέμα. Η - κατά τον Reed - 'παρεξήγηση' του άλμπουμ από κοινό και κριτική (θυμίζω ότι στην εποχή του είχε χτυπηθεί ανελέητα από κάποιους, όχι λίγους, κριτικούς) ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση στην καριέρα του. Με την "αποκατάσταση" και κατάταξή του πλέον στα "απαραίτητα" ήρθε και η ευκαιρία να το παίξει και ζωντανά, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ και πιθανώς του είχε μείνει απωθημένο.
Η ιστορία του αρρωστημένου και καταδικασμένου έρωτα του Jim και της Caroline - με νευρώσεις, ναρκωτικά, βία, μάχες για την κηδεμονία των παιδιών, προδοσία, αυτοκτονία, απώλεια - είναι πια κλασική. Και το 'Berlin' είναι κλασικό, αλλά όπως παρουσιάστηκε το 1973, με την παραγωγή και τους μουσικούς του, με έναν Lou Reed σε υπαρξιακή σύγχυση και με φόντο ένα Βερολίνο πραγματικά παρηκμασμένο και διαιρεμένο. Εναλλακτικές εκτελέσεις, πόσο μάλλον μια λίγο-πολύ πιστή επανεκτέλεση από τον ίδιο το Lou Reed δεν έχουν ενδιαφέρον (ούτε καν νόημα κατά τη γνώμη μου).
Στο 'Live at St. Ann's Warehouse' χάνεται μέρος της ανελέητης ευθύτητας του Reed, που έκανε και δικές μας τις ανεπάρκειες, τις μικροπρέπειες, τις αμφιβολίες και τους φόβους του. Με τα χρόνια, η διφορούμενη ψυχρότητα και αδιαφορία, καθώς και ο κυνισμός που έκαναν την ερμηνεία του Reed μοναδική έχουν εξασθενήσει. Άκουσα προσεκτικά το cd, είδα και το dvd: υπάρχουν στιγμές που ο Reed ακούγεται και δείχνει απεγνωσμένος, οργισμένος, υπνωτικός, και ονειροπόλος αλλά πάντα κάτι μου λείπει σε σύγκριση με το πρωτότυπο.
Και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι είναι η υπερπαραγωγή του Bob Ezrin και τα τραβηγμένα κιθαριστικά σόλο του Steve Hunter (των δύο δηλαδή συνεργατών του Reed που έχουν απομείνει εδώ από το 1973) που καταστρέφουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα απόγνωσης, δηλαδή την ουσία του έργου.
Το μόνο προσωπικό κέρδος από την υπόθεση 'Berlin: Live at St. Ann's Warehouse', ήταν ότι ξέθαψα το δίσκο του 1973 και τον άκουσα άλλη μια φορά.
ΥΓ. Έπεται συνέχεια. Van Morrison: "Astral Weeks: Live at the Hollywood Bowl". Κυκλοφορεί σε λίγες μέρες, σε cd και dvd κι αυτό. Άκουσα από περιέργεια το 'The Way Young Lovers Do' και αποφάσισα να μην ακούσω τίποτε άλλο. Φήμες λένε ότι ο Σαργκάνης θα ξαναφορέσει τη στολή του και φεύγει για "live in Copenhagen", όπου θα επαναλάβει τις αποκρούσεις του 1-0 επί της Δανίας τον Οκτώβριο του 1980.