Από την αρχή της καριέρας του, ο Lou Reed ισορροπούσε ανάμεσα σε, φαινομενικά ασυμβίβαστους, διαφορετικούς κόσμους. Στο βασικό rock 'n' roll ('I Love You Suzanne') και στον πειραματισμό ('Metal Machine Music' - όπου πειραματίστηκε και με τα νεύρα μας!). Στο κοινωνικό ('Take a walk on the wild side') και σεξουαλικό ("Shiny shiny, shiny boots of leather') περιθώριο και στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου ('Perfect Day'). Στην ατομικότητα ('New York Telephone Conversation') και στην πολιτική ('Good Evening Mr. Waldheim'). Στο λαϊκό και ζόρικο 'Brooklyn' (δείτε το 'Smoke') και στο κοσμοπολίτικο, διανοουμενίστικο αλλά και ηδονοθηρικό 'Manhattan' (σαν προστατευόμενος του Andy Warhol). Εκεί όμως που άλλοι θα τα μπέρδευαν και θα έτρωγαν τα μούτρα τους, αυτός κατόρθωσε και να διαμορφώσει προσωπικό και απόλυτα αναγνωρίσιμο στυλ και να είναι σε κάθε περίπτωση εύστοχος και εντός κλίματος. Αυτός είναι ο λόγος που σε τριανταπέντε χρόνια καριέρας ποτέ δεν θεωρήθηκε ξεπερασμένος ή γραφικός, πράγμα πολύ σπάνιο στο σκληρό και ρευστό κόσμο αυτού που, με μεγάλα περιθώρια συμβατικότητας, αποκαλούμε ροκ.
Ειδικά μετά το εκπληκτικό 'New York' του '89 η καριέρα του πήρε τα πολύ επάνω της, και με το 'Songs For Drella' που κυκλοφόρησε αμέσως μετά μαζί με τον John Cale (δεν είναι τυχαίο που στάθηκε ισότιμα δίπλα σε τέτοιο ιερό τέρας, και μάλιστα περισσότερες από μία φορές) απέκτησε περισσότερο πρεστίζ απ' όσο θα μπορούσε ποτέ μόνος του να καταφέρει. Οι δουλειές που κυκλοφόρησε από τότε ήταν αξιοπρεπείς αλλά δεν κατάφεραν να με συγκλονίσουν όσο το 'New York', μέχρι που φτάσαμε στο 2000.
Όπου ο Lou ξαναχτύπησε με ένα καταπληκτικό 'Ecstasy'. Ένα album που, όσο και να μη μας λέει κάτι νέο, δεν μπορώ να του αντισταθώ. Μακρυά από τις μεταφυσικές ανησυχίες του 'Magic and Loss' και τα αδιέξοδα του 'Set The Twilight Reeling', ξαναβρίσκει το ζωντανό, δημιουργικό και (γιατί όχι) μάγκα εαυτό του, και μέσα από μια δημιουργική έκσταση οδηγεί σε έκστση τον ακροατή του. Είτε ροκάροντας αλύπητα, είτε μπαλαντάροντας εσωστρεφώς (συγχωρήστε μου τους νεολογισμούς), είτε παίζοντας με στυλ, είτε παραληρώντας μέσα σε ηλεκτρική δίνη, φτιάχνει κομμάτια με λόγο ύπαρξης και ειδικό βάρος. Τέτοιο που αφήνει πολύ λίγο χώρο για παραπάνω λόγια.
Ομολογία: Αγαπώ το Neil Young και τον Paul Simon (για τα τελευταία albums των οποίων έγραψα την προηγούμενη εβδομάδα) περισσότερο από τον Reed. Ωστόσο, το 'Ecstasy' είναι τόσο πιο ζωντανό, ουσιώδες, καίριο, και τελικά καλύτερο από τα άλλα, που δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ. Το οχτάρι μπορεί να φαίνεται φτωχό σε σχέση με τα σχόλιά μου, δεδομένου του ότι οι άλλοι δυο βαθμολογήθηκαν με εφτά, αλλά η διαφορά του οχτώ από το εφτά στη δική μου κλίμακα είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ότι αυτή του εφτά από το έξι.
Μακάρι να υπήρχαν πολλοί εικοσάρηδες με το μυαλό και την οπτική του σημερινού Lou Reed.