Υποθέτω πως όλοι γνωρίζετε τον Louis Tillett. Έτσι για να μην πληγωθώ που αγνοείτε τον αγαπημένο μου Αυστραλό και να αποφύγω να απαριθμήσω σε ποια γκρουπ έπαιξε, με ποιους μουσικούς συνεργάστηκε, πόσους σόλο δίσκους κυκλοφόρησε μετά το 1987.
Η Αυστραλέζικη σκηνή του '80 εκτιμήθηκε όσο άξιζε στην Ελλάδα και σε μετρημένες ευρωπαϊκές χώρες. Εκτιμήσαμε συγκροτήματα που είχαν μια μοναδική αγνότητα, κι ένα φίλτρο που έκανε το επηρεασμένο από τους αμερικανούς ροκ τους, να μη μοιάζει με τίποτα αμερικάνικο: New Christs, Died Pretty, Celibate Rifles, Lizard Train, Triffids... Κι η αγάπη μας μας έσπρωξε και μάθαμε απ'έξω τα γκρουπ της Αδελαίδας, της Μελβούρνης, του Περθ και τα γενεαλογικά τους δένδρα!
Ο χρόνος όμως κύλησε και τα επτάιντσα αραχνιάζουν στις ντουλάπες, οι αγαπημένοι του τότε, σίγησαν, πέθαναν (2 χρόνια χωρίς MacComb τον επόμενο μήνα), ή συνεχίζουν φιλοδωρώντας μας με δίσκους που δε μας συγκλονίζουν πια (Nick Cave, Go-Betweens, Ed Kuepper...). Σκεφτόμαστε Αυστραλία, απ'όπου σημειωτέον ελάχιστοι νέοι καλλιτέχνες καταφέρνουν να μας απασχολήσουν πλέον, και νιώθουμε μια θλίψη για κάτι που χάθηκε για πάντα. Αντίο Citadel, αντίο Waterfront, αντίο Greasy Pop και συ Au go-go...
Ο επιβιώσας Tillett εξακολουθεί να με γοητεύει, όχι γιατί κατορθώνει να δισκογραφεί (το "Learning to die" για την ώρα κυκλοφορεί μόνο από τη Normal και είναι άγνωστο αν κυκλοφορήσει στην Αυστραλία - για Αγγλία και Αμερική δε συζητάμε), αλλά γιατί η μουσική του γίνεται όλο και πιο θλιμμένη, σαν ένα ρέκβιεμ για τους μουσικούς (και τους ακροατές;) της γενιάς του, που λόγω γεωγραφικού πλάτους, δεν εκτιμήθηκαν, δεν εισέπραξαν το feedback που τους άξιζε απ' την παγκόσμια ροκ κοινότητα.
Η μουσική του Louis Tillett δεν είναι radio friendly (πως είναι το αντίθετο, radio foendly;). Συνήθως μοιάζει με ανταπόκριση απ' τις γκρίζες ζώνες της ανθρώπινης ψυχής, ιδιαίτερα όταν ο καλλιτέχνης χάνεται στις ατμόσφαιρες των ινστρουμένταλ κομματιών όπως το "Devil knows how to row" και το "Morning light instrumental". Εκεί που οι νότες του πιάνου του μοιάζουν με την κινέζικη δοκιμασία της σταγόνας, κι οι διαλεγμένοι συνεργάτες του (Jason Morffett-σαξόφωνα, Colin Watson-κιθάρες, Jacky Orszacky-μπάσο) φτιάχνουν απίστευτα συναισθηματικά ηχοτοπία, δασκαλεμένοι τέλεια απ' τον συνθέτη. Εκεί είναι ασυναγώνιστος ο Tillett, στη συναισθηματική φόρτιση που καταφέρνει να δημιουργήσει στον ακροατή από τα πρώτα μέτρα της διαδρομής. Μιας διαδρομής που στο "Learning to die" περνάει απ' την jazz, τα blues και το folk-blues του Dylan (προσοχή, η διασκευή του "The ballad of Hollis Brown" βρίσκεται ένα κλικ παρακάτω απ' αυτό που λέει κατά λάθος το εξώφυλλο), την avant-garde και την κινηματογραφική μουσική. Και μ'αρέσουν όλες οι στάσεις αυτού του (δυστυχώς μόνο) τριανταπεντάλεπτου ταξιδιού.
Είναι άρρωστη (αν απαντάτε ναι, τότε ζήτω οι επιδημίες!), είναι αρνητική μια μουσική που σε ξεγυμνώνει, σε ανατριχιάζει, σε συναρπάζει κι όταν ο απόηχος της τελευταίας νότας της σβήσει, έχεις την αίσθηση πως έχεις επισκεφτεί πρωτόγνωρους χώρους, πως μια αλλαγή έχει μέσα σου συντελεστεί;
Είναι μια αφύπνιση όταν ακούς τον ήχο της δικής σου ύπαρξης μετά από μήνες ακουσμάτων που σου αρέσαν σχετικά, σου μιλούσαν με μισόλογα, σε ταξίδευαν σέρνοντάς σε κι όχι εκτοξεύοντάς σε. Κι ακούς το "The devil knows how to row" ή το "Transit of Venus" και το "Morning light instrumental" και λες, 'εδώ ανήκω, γιατί ταλαιπωρήθηκα τόσο καιρό, γιατί συμβιβαζόμουν με λιγότερα;'
Για τις "αδύνατες κράσεις" ο Louis έχει βάλει και πιο straight, πιο βατά και "διασκεδαστικά" κομμάτια στο "Learning to die". Το "Blind Freddy's bluff"(απίθανος τίτλος) και το "Ride the tiger", με βαρύτονο σαξ αλά Morphine, και το "Turner's ocean"ένα φάνκι κομμάτι που προσφέρεται ακόμα και για χορό. Εξαιτίας αυτών μάλλον δεν έχει πάρει ακόμα πτυχίο και συνεχίζει να "μαθαίνει πως να..."