Αντί για μια "κανονική" παρουσίαση, παραθέτουμε μια συνέντευξη που πήραμε από ένα μέσο προς φανατικό ακροατή των Low (α.L.), δύο μήνες μετά από τη στιγμή που τού δώσαμε το νέο album προς ακρόαση.
MiC: Πώς ξεκίνησες να ακούς Low;
α.L.: Ήταν θαρρώ 1999, είχα δει στην ετήσια ανασκόπηση του NME τους Low να είναι δύο φορές στην πενηντάδα, μία με το "Secret Name" και μία με το χριστουγεννιάτικο, και σκέφτηκα, κάτι συμβαίνει εδώ, αγόρασα το "Secret Name" και ενθουσιάστηκα, από τότε τους παρακολουθώ ανελλιπώς.
MiC: Θα τούς αποκαλούσες slowcore;
α.L.: Όχι ακριβώς. Πιστεύω ότι παίζει μια παρεξήγηση σε ό,τι αφορά τους Low. Έτυχε να γίνουν σχετικά γνωστοί την εποχή του "quiet is the new loud" ρεύματος, και αυτόματα συνδέθηκαν με τα συγκροτήματα εκείνης της φουρνιάς. Έχουν περάσει στη συνείδηση του κόσμου ως ένα γλυκό συγκρότημα που φτιάχνει σαγηνευτική μουσική. Είναι κι από αυτό, όμως δεν εξαντλούνται εκεί. Μπορεί να είναι ενίοτε υπερβολικά χαμηλότονοι, αλλά την ίδια στιγμή είναι εσκεμμένα ζοφεροί και σκοτεινοί, σχεδόν κλειστοφοβικοί. Μπορεί να παραπλανούν με περιστασιακά ανέμελες μελωδίες, ονειρικά διπλά φωνητικά, αλλά η φύση τους είναι στην πραγματικότητα αγχωμένη. Αυτό έγινε φανερότερο από την εποχή του "Trust" (2002) και μετά.
MiC: Ο νέος δίσκος πώς σού φάνηκε;
α.L.: Είναι νομίζω πιο κοντά σε αυτό που είχαν ανέκαθεν στο μυαλό τους από κάθε άλλο δίσκο τους. Έχουν εμπλουτίσει και τη ρυθμολογία τους με διακριτικά ηλεκτρονικά στοιχεία. Στον προηγούμενο, είχαν θολώσει τα νερά με την υπόκωφη παραγωγή και ένα-δύο εξόφθαλμα pop τραγούδια, όπως το "Step" ή το "Monkey". Στο "Trust", και πάλι είχαν παραπλανήσει αρκετό κόσμο με το μαγευτικό ξεκίνημα του 'Saving Grace", κάνοντας πολλούς να μιλήσουν για έναν ανοιξιάτικο δίσκο. Καλά, αν είναι έτσι η άνοιξη, τότε ας μη χειμωνιάσει ποτέ. (γέλια) Τέλος πάντων, εδώ δεν υπάρχουν τέτοια διαλείμματα. Τα τραγούδια είναι σχετικά στριφνά, κάποιες φορές επίτηδες απωθητικά, ίσως και αδιαπέραστα, τουλάχιστον για όσους δεν έχουν συνηθίσει. Κάτι μου λέει ότι η όλη φασαρία γίνεται για την ηδονή του να ακούς να ξεπηδάνε λεπτεπίλεπτες μελωδικές γραμμές και καλαίσθητα στοιχεία μέσα από τη συνολική μαυρίλα. Όπως στο "Always Fade", το "In Silence" ή το "Breaker".
MiC: Μπορείς να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος;
α.L.: Ναι. Κοίταξε, ακούς το "Breaker", ερεθιστικός ρυθμός, κολλητικό οργανάκι, και μετά μπαίνει η φωνή του Sparhawk, και ο τύπος τραγουδάει όχι παράφωνα ακριβώς, αλλά σίγουρα όχι όμορφα, και το κάνει σίγουρα προμελετημένα, για να δώσει έναν επίπλαστο τόνο ασχήμιας στο κομμάτι. Αλλά έλα που η ίδια η μελωδία είναι άριστη, και που μετά μπαίνουν και τα φωνητικά της Parker που πραγματικά αγκιστρώνονται πάνω σε αυτά του συζύγου της... Είναι αυτή η συνύπαρξη άσχημου/ όμορφου που κάνει τους Low τόσο ξεχωριστούς. Σα μια κόκκινη πινελιά σε έναν ασπρόμαυρο πίνακα. Σου τραβάει το βλέμμα με τη μία. Βέβαια, το πείραμα δεν τούς πετυχαίνει πάντα. Πάρε, για παράδειγμα, το "Dragonflies", είναι ένα βαρετό κομμάτι. Το "Hatchet" έχει ενδιαφέρον μόνο από πλευράς παραγωγής. Το "Pretty People" υπάρχει μονάχα ως εισαγωγή αντι-κράχτης, για να διώξει τους μη μυημένους.
MiC: Συμφωνείς πάντως με αυτό που είχε γράψει κάποιος, ότι οι Low φτιάχνουν τους πιο όμορφους άσχημους δίσκους που μπορούμε να ακούσουμε σήμερα;
α.L.: Ναι. Εσύ το είχες γράψει;
MiC: Nαι!
α.L.: Ξέχασες, βέβαια, να προσθέσεις ότι θα μπορούσαν και καλύτερα. Εφόσον η τύχη τούς χαμογέλασε και καλώς ή κακώς θεωρούνται συγκρότημα αναφοράς, δεν είναι ωραίο να δείχνουν ότι λειτουργούν με το 70-80% των δυνατοτήτων τους, όπως κάνουν στο νέο τους album.