The Invisible Way
Νέος δίσκος από το γκρουπ που θεωρεί κακούργημα τη διατάραξη κοινής ησυχίας. Του Αρη Καραμπεάζη
Οι Low ηχογραφούν τον νιοστό δίσκο της καριέρας τους, στο στούντιο 'The Loft', που έχουν οι Wilco στο Σικάγο (που χρόνια τους καλούσαν εκεί, αλλά ποτέ δεν πήγαιναν), με παραγωγό τον Jeff Tweedy των τελευταίων, και με την Mimi Parker να παίρνει επιτέλους τη μερίδα του λέοντος όχι μόνο μπροστά από το μικρόφωνο, αλλά και στη σύνθεση των τραγουδιών. Με την παραπάνω δελτιοτυπική φράση εύκολα κατανοεί κανείς ότι ο κόσμος των Low είναι τόσο ανυπόφορα σταθερός, ώστε η παραμικρή διαφοροποίηση από τα καθιερωμένα αξίζει να εκλαμβάνεται ως σημείο σταθμός σε μία φαινομενικά γραμμική πορεία και αισθητική, που πλέον ολοκληρώνει είκοσι χρόνια δημιουργίας.
Νομίζω προς στιγμήν ότι ακόμη και το allmusic έχει καταλάβει ό,τι έτερον ουδέν μένει να ειπωθεί πλέον για τους Low και αρκετό καιρό μετά την "κυκλοφορία" του The Invisible Way "αρνείται" επίμονα να ανεβάσει review στη βάση δεδομένων του. Με μια προσεχτικότερη ματιά όμως βλέπω ότι ως επίσημη ημερομηνία κυκλοφορίας αναφέρεται εκεί η 18/3/2013 και έτσι προσπαθώ από την πλευρά μου να σκεφτώ τι μένει ακόμη να ειπωθεί πραγματικά για τους Low που δεν έχει ειπωθεί. Και μάλλον δεν τα καταφέρνω, όπως θα διαπιστώσετε.
Παρότι ο δίσκος ξεκινάει πολύ όμορφα με το suddenly uptempo για τα μέτρα τους Plastic Cup, όπου αναλύονται σε μία υπεραπλουστευμένη, αλλά πάντως όχι εσφαλμένη, μορφή οι ανθρώπινες σχέσεις και η αλληλεπίδραση πραγμάτων φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους, το αμέσως επόμενο Amethyst ακούγεται σαν ένα από αυτά τα κομμάτια που οι Low μπορεί και να τα βάζουν σε κάθε επόμενο δίσκο χωρίς κανείς να το παίρνει χαμπάρι. Μόλις όμως στο The Blue παίρνει επί της ουσίας την κατάσταση στα χέρια της η Parker το σκηνικό όντως σαν να αλλάζει (μέσα στο παραπάνω πλαίσιο της θεμιτής στασιμότητας πάντα) και οι Low του 2013 ακούγονται σαν να έχουν έρθει για να γεμίσουν όχι δήθεν το δικό τους ετήσιο κενό, αλλά τα ακόμη ευδιάκριτα ίχνη που έχουν αφήσει στις μουσικές μας ανάγκες συγκροτήματα ξεχασμένα και από τους ίδιους τους μετέχοντες σε αυτά, όπως οι Paradise Motel να πούμε. Αυτή η πάντοτε ιδιάζουσα συνύπαρξη αρσενικού και θηλυκού στοιχείου σε μία μπάντα ακούγεται σαν κάτι που θα μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν και καλύτερα εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά ποτέ δεν μπορεί να είναι αργά πλέον στη μουσική.
Στις ενορχηστρώσεις τα πράγματα παραμένουν παντελώς αφαιρετικά και το να ξεχωρίσεις το πιάνο από τη φωνή είναι το ίδιο εύκολο με το να διακρίνεις που ακριβώς υπάρχει ακόμη και αυτό το παντελώς ανεπαίσθητο μπάσο. Και είναι αυτή η φιλική διάθεση ακόμη και προς τον απαίδευτο ακροατή, που εν μέσω ομοιομορφίας και εμμονής στις ίδιες λεπτομέρειες, χαρίζει και πάλι στα τραγούδια τους μία instant διαχρονικότητα, που ζήλευαν και θα ζηλεύουν πολλοί όχι μόνο ανταγωνιστές τους, αλλά και φίλοι και συνεργάτες τους. Το Just Make It Stop λίγο μετά τη μέση του δίσκου επιβεβαιώνει εμφατικά όλη την προηγούμενη παράγραφο και υπογραμμίζει την υποψία που θέλει ότι μία ολόκληρη γενιά νέων κινηματογραφιστών οφείλει να φτιάξει ταινίες για να ντύσει τις σκηνές τους με τέτοιου είδους τραγούδια.
Τίποτε άλλο δεν μένει να ειπωθεί για τους Low μέχρι την επόμενη φορά, οπότε λογικά θα πούμε, θα ακούσουμε και θα ενθουσιαστούμε με τα ίδια ακριβώς πράγματα. Ωραία σταθερά ακόμη και για να "βαριέται" κανείς.