Southern Mind
Κάθε μουσικό είδος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να ζήσει ένα hype και μία αναβίωση. Και μετά, τι; Της Μαρίας Φλέδου
Τι γίνεται όταν μία απροσδιόριστη μουσική σκηνή μετατρέπεται σε 'genre'; Αναγκαστικά πρέπει να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά της, δηλαδή να δημιουργηθεί η λίστα προϋποθέσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν οι ας πούμε υποψήφιοι. Αυτό συνέβη κατά κάποιο τρόπο στο λεγόμενο 'shoegaze' και το θέμα δεν είναι τόσο το αν μπορεί να σταθεί ως κατηγορία ή όχι (θα ξεπεράσω το προσωπικό μου κόλλημα προς χάριν αυτού του κειμένου), αλλά το τι τελικά προσέφερε η ηχητική αναβίωση αυτή στην μουσική του τώρα, εκτός από κάποια καλά comeback albums. Ειδικά όταν το hype που έφτασε στα ύψη τον προηγούμενο χρόνο συνεχίζεται και το '18 με καινούριο My Bloody Valentine στον ορίζοντα και τα δύο φεστιβάλ που οργανώνει ο Robert Smith στο Λονδίνο αυτό το καλοκαίρι.
Ως αναγνωρισμένη πια μουσική κατηγορία εξυπηρέτησε σαν σημείο αναφοράς όλα αυτά τα early 90s –βρετανικά κατά βάση– συγκροτήματα τα οποία είχαν κάποια κοινά πέραν του ευρύτερου τίτλου 'indie'. Επίσης έχει αγκαλιάσει θέλοντας και μη όποιο post 90's γκρουπ από κάθε γωνιά του πλανήτη φιλοδοξεί να ακουστεί 'κάπως' έτσι. Το αποτέλεσμα είναι αμέτρητες μπάντες, ατέλειωτες ώρες παραμόρφωσης και alternate tuning, φωνητικά που συνήθως δεν ακούγονται (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και μάλλον τετριμμένα band names. Και μία πληθώρα άρθρων για το που κατατάσσονται οι Boo Radleys και τι είναι τελικά οι Jesus And Mary Chain, συζητήσεις που ούτε εγώ δεν έχω μπει στον κόπο να κάνω.
Κατά κάποιο τρόπο το 'shoegaze' εξιδανικεύτηκε και έτσι στον αγώνα να ...΄tick the boxes' χάθηκε ο αυθορμητισμός και η αδεξιότητα ακόμη του πειραματισμού και εν τέλει η βάση του, ο cross-genre χαρακτήρας του. Τέλος, κάπου άρχισε να διακρίνεται και ένας απωθητικός ελιτισμός (μέχρι κι εγώ έχω τα όρια μου όταν ακούω DKFM Shoegaze Radio και ειδικά τα σποτάκια του).
Παρ'όλα αυτά πού και πού εμφανίζεται και κάτι που ξεχωρίζει.
Την πρώτη φορά που άκουσα Lowtide αναρωτήθηκα:
- Τι είναι αυτό και γιατί δεν το ξέρω;
- Γιατί είναι σαν παλιό, αλλά βασικά είναι καινούριο και από τη Μελβούρνη και λίγο αργήσαμε να τους αντιληφθούμε σε αυτό το ημισφαίριο (όπως επισήμανε κάποια στιγμή και ο Steve Lamacq, ο οποίος ευτυχώς φροντίζει ακόμη να ενημερώνει για κάτι τέτοιες κυκλοφορίες).
Οι Lowtide δεν μοιάζουν ακριβώς με κάτι άλλο. Αν κάτι θυμίζουν είναι ίσως Slowdive στην πρώτη τους φάση, με κάτι από House of Love και από 4AD και τα απαραίτητα post punk ακούσματα. Ναι, είναι 'old school' σε αυτό το πλαίσιο, χωρίς όμως να επιμένουν για πολύ σε τίποτα από τα παραπάνω.
Κατ' αρχήν έχουν το βασικό συστατικό: πολύ δυνατή κιθάρα. Όταν με ρώτησε ο Christian Saville των Slowdive (o master του 'είδους') πώς ήταν το live τους, αυτό που του απάντησα ήταν 'πρέπει να δεις τον Gabriel –Lewis, τον καταπληκτικό κιθαρίστα του γκρουπ– να παίζει, είναι ο επόμενος εσύ'. Επίσης, αντί να αναλώνονται σε ρευστές παραμορφώσεις, έχουν ρυθμό στα ντραμς του Anton Jakovljevic και το διπλό μέχρι πρότινος μπάσο των Lucy Buckeridge και Giles Simon, οι οποίοι επίσης μοιράζονται και τα φωνητικά. Οι Lowtide γράφουν, δεν αντιγράφουν, τη μουσική που αρέσει σε αυτούς, και τα κομμάτια τους έχουν μέρη, αν όχι απαραίτητα αρχή, μέση και τέλος. Δημιουργούν αφηγήσεις τις οποίες πολύ όμορφα εκφράζουν οι εναλλαγές και ανταλλαγές, συχνά σε μορφή διαλόγου, μεταξύ της Lucy και του Giles.
Το 'Southern Mind' είναι το δεύτερο άλμπουμ τους, δεν διαφέρει δραματικά από το ομώνυμο πρώτο, αλλά ουσιαστικά κατοχυρώνει το κάτι ιδιαίτερο του ήχου τους. Είναι πιο συγκεντρωμένο και ενδιαφέρον στην εκτέλεση. Η Lucy χειρίζεται όλο το φάσμα της φωνής της, η οποία είναι δυνατή και σταθερή και δεν χρειάζεται τα effects για να κρύψει ατέλειες αλλά τα χρησιμοποιεί όπου της ταιριάζουν. Αυτό εξάλλου μπορεί να το διαπιστώσει στο πρώτο λεπτό όποιος τους δει live.
Η πρώτη πλευρά ξεκινάει με δυνατά intros που καταλήγουν μελωδικά χωρίς δράματα, ούτε πολύ ποπ, ούτε πολύ σκοτεινά. Ομολογουμένως υπάρχει αρκετή δόση reverb ανάμεσα στα verses του title track 'Southern Mind', αλλά όχι άσκοπα και το σχεδόν 'off key' τέμπο του 'Alibi' είναι χαρακτηριστικά δικό τους. Τα 'Elizabeth Tower', 'AC', όπως και το 'Window' κάποια κομμάτια παρακάτω, έχουν ελαφρώς πιο καθαρές κιθάρες και ρυθμό ενώ το 'Olinda' είναι ένα instrumental tribute στην σκηνή που καλώς ή κακώς ακόμη celebrates itself.
Στη δεύτερη πλευρά έχουμε το απλό και ευφορικό μέσα στη νοσταλγία του 'On the Fence' και λίγο παρακάτω τo 'The Fear', το μόνο κομμάτι που ίσως παραείναι πνιγμένο σε υπνωτικά εφέ και οικείες αλλά χιλιοακουσμένες αρμονίες. Λίγο generic, αλλά μπορούμε να τους το συγχωρήσουμε, ειδικά όταν ο δίσκος καταλήγει σε ένα μικρό αριστούργημα. Το 'Fault Lines' θα μπορούσε όντως να υπάρχει ήδη εδώ και 25 χρόνια, στην οποία περίπτωση θα είχε αναβαθμιστεί πιθανότατα σε classic τύπου 'Catch the Breeze'. 'Όμως το έγραψαν οι Lowtide το 2017 και όσες διακυμάνσεις και αν περνάει στην τρίλεπτη περίπου διάρκειά του, δεν πέφτει σε μαύρες τρύπες του παρελθόντος και γι αυτό για μένα είναι το αντιπροσωπευτικό κομμάτι αυτού του άλμπουμ και του γενικότερου χαρακτήρα τους ως γκρουπ.
Το πόσο θα επηρεάσει την δυναμική τους η πρόσφατη αποχώρηση του Giles και πώς θα καταφέρουν να εξελιχθούν θα φανεί μάλλον μετά την περιοδεία που μόλις ξεκίνησαν. Στη σκηνή προς το παρών βρήκαν τον τέλειο αντικαταστάτη στη φωνή του Jeremy Cole από τους συντοπίτες τους The Zebras.
Τελικά ίσως οι αγαπημένοι πρωτο-copycats Secret Shine είχαν όραμα όταν πετούσαν την τεχνική από τα riffs του Kevin Shields και την αντικαθιστούσαν με ποπ μελωδίες. Έτσι και το 'σαν παλιό', μπορεί να γίνει δημιουργικό αν η πρόθεσή του είναι να αναδομήσει και όχι να αναμασήσει κάτι που υπήρξε μία δεδομένη στιγμή στο χρόνο και ήταν απόρροια αυτής. Η γραμμή που χωρίζει το παρωχημένο από το 'οld school' είναι λεπτή αλλά ευδιάκριτη.
'Είμαι στο 1992' μου λέει ο φίλος/tester μου πριν καλά καλά τελειώσει η εισαγωγή του πρώτου κομματιού. Θα υποθέσω ότι συμφωνεί μαζί μου.