Animal
Πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν για να χαρακτηριστεί ένας ήχος ‘ρετρό’; Πόσο παλιά ήταν που γράφαμε για indietronica και folktronica; Του Γιώργου Λεβέντη
Oι LUMP είναι η σύμπραξη της Laura Marling με τον Mike Lindsay των Tungg που πρωτοβρέθηκαν το 2018 και μας έδωσαν ένα άνισο, αλλά ενδιαφέρον ντεμπούτο. Ήταν ξεκαρδιστικά μοιραίο ότι η ζωή θα έφερνε κοντά τους δύο τους, δεδομένου ότι η συνεργασία τους θα μπορούσε να καλύψει σχεδόν στερεοτυπικά ένα βασικό εύρος του ήχου που η ποπ ακολουθεί στις ας πούμε μετά το 2007 εκδοχές της. Folktronica, indietronica και γενικά tronice-ς για κάθε γούστο. Στην καλύτερη, μια εμπνευσμένη post-pop αλαζονεία που παριστάνει ότι υπερβαίνει τα τρέχοντα ενώ τσαλαβουτάει μέσα τους, στη χειρότερη σαν b-side των Metronomy. Και η αλήθεια είναι πως το ντεμπούτο τους κάπως έτσι ακουγόταν.
Κάπως έτσι ακούγεται και αυτό, που ηχογραφήθηκε με την Marling να πηγαίνει στο σπίτι του Lindsay και να δουλεύουν πάνω στη μουσική του. Ο δίσκος είναι αρκετά πονηρός ώστε να διατηρεί το ψυχολογικό πλεονέκτημα της οργανικότητας της δημιουργίας, άρα και το δικαίωμα να μην κριθεί σαν "κανονική" δουλειά, αλλά και αρκετά έντιμος για να διεκδικήσει το καλύτερο από τους συντελεστές του. Ο Lindsay είναι σοβαρότατος μουσικός, και δεν είναι σαφές αν τον ενδιαφέρει να γίνει κάτι σαν ο Eno/Byrne της γενιάς του Instagram, πάντως καλά το πάει. Η Marling είναι η Marling που αγαπάμε, και τελικά χρειάστηκε ένα χαλαρό project όπως αυτό για να ακουστεί ταυτοχρόνως και πιο ποπ και πιο μυστήρια από ποτέ.
Βάση των ηχογραφήσεων, όπως ευρέως διαφήμισαν, υπήρξε το H949 Harmoniser, κάτι σαν διάδοχο pitch shifter αυτού που χρησιμοποίησε ο Eno στο ‘Low’. Καλό κάνει, όχι κακό, αλλά δεν υπάρχει λόγος να αρχίσουμε να ψάχνουμε σε κάθε κομμάτι έγκριτα gloomy στοιχεία, γιατί θα χάσουμε την ουσία. Η ουσία είναι ότι όλα τα τραγούδια ψάχνονται στα 7/4, είναι κομμάτια που θέλουν να σε πείσουν ότι αν καταλήγουν να ακούγονται σαν mid - tempo περιπετειούλες, ας εκτιμηθεί ότι έφτασαν εκεί από ανάγκη και μέσα από το ταξίδι που είναι αυτό που έχει και τη σημασία. Προσωπικά το εκτιμώ. Τα δυνητικά χιτ ποτέ δεν καταλήγουν να είναι τα pop bangers που θα μπορούσαν να γίνουν ('We cannot resist'), και οι εξάλεπτες psych δοκιμές ('Phantom Limb') πότε δεν καταλήγουν όσο τρελούτσικα θα μπορούσαν. Η καλή πίστη ώστε να δεις σε αυτό γενναιότητα και όχι αποτυχία εξαρτάται από την ποιότητα της τεχνικής εκτέλεσης και αυτή κατά κανόνα είναι πολύ καλή. Πότε σαν Daft Punk που κουράστηκαν και κάνουν διάλειμμα για ποτό και πότε σαν Gorky's Zygoti Mynci που ανακαλύπτουν το ίντερνετ το 2008 και αποφασίζουν να φτιάξουν ένα blog, ο ήχος κυλάει προσεκτικά από τραγούδι σε τραγούδι, αλλά και χωρίς να κοιτάει προς τα πίσω για να δει αν τα πάει καλά.
Τολμώ να πω, και αυτό κάνει ίσως από μόνο του τον δίσκο άξιο αναφοράς, ότι η Marling ποτέ δεν τραγούδησε καλύτερα. Το τέμπο είναι ιδανικό για τη φωνή της και για αυτό ας αποδοθεί και μια πρέπουσα τιμή στην παραγωγή του Lindsay. Το να δημιουργήσεις ένα folk φόντο μέσω της υποβολής και όχι της επιβολής, είναι πιο δύσκολο από όσο φαίνεται και κάθε λουπίτσα, vocoder και jazzy φλάουτο που κάνουν την εμφάνισή τους εδώ και εκεί, όχι μόνο δεν πάνε χαμένα, αλλά σώζουν τα άσωστα και δίνουν την ευκαιρία στη Marling να λάμψει. Αν, με εξαίρεση το ομότιτλο που ακούγεται σαν outtake των Radiohead που οι ίδιοι οι Radiohead θεώρησαν κανονικό τραγούδι, όλα τα κομμάτια δείχνουν να έχουν κάτι να πουν, είναι επειδή η φωνή της Marling έχει πάντα κάτι να πει. Οι καλύτερες στιγμές της Kate Bush θα ήταν ένα θεμιτό σημείο αναφοράς, αν και για καλό ή για κακό η Marling ποτέ δεν τελειοποίησε το συναίσθημα της αποστασιοποίησης από την ίδια της τη φωνή με τον τρόπο που πάντα το κατάφερνε η Καίτη.
Η Marling είναι σοβαρή μουσικός και είναι προφανές ότι ανήκει σε αυτούς που θεωρούν δείγμα σοβαρότητας τον δυνατό στίχο. Το ότι ο στίχος είναι όντως κάτι το τόσο σημαντικό στη μουσική, ήταν πάντοτε μια καθόλου δεδομένη θέση και με την κορεκτίλα και τον ηθικολογικό κυριολεκτισμό να επανέρχονται με έμφαση στο αγγλοσαξονικό περιβάλλον, καλό είναι γενικά να κρατάμε τις αποστάσεις μας από την ιδέα ότι οι στίχοι είναι για να παίρνονται και πολύ στα σοβαρά. Αν πάντως, κάποια έχει το δικαίωμα να δοκιμάσει να προσφέρει το ευφυές χωρίς να το κάνει εξυπνακίστικο και το εγκεφαλικό χωρίς να το μετατρέψει σε υπερφίαλο, είναι η Marling. Όπως ο Τύπος δεν διστάζει να μας θυμίζει, η ίδια ασχολείται με πάθος με τα ψυχαναλυτικά φαινόμενα και σε όλο το άλμπουμ δεν χάνει ευκαιρία να μας δείξει το πνεύμα της δημιουργού ως πνεύμα της μουσικής. Κάποιες φορές το παρακάνει, αλλά γενικά τα πάει καλά, κάτι που δεν είναι εύκολο. Στο 'Bloom At Night' τραγουδάει ότι "those who find themselves acclaimed / go to God to get renamed / it took one God seven days to go insane", και είναι κάτι τέτοιες στιγμές που τη θεωρώ μια από τις καλύτερες της γενιάς της. Και αν επιδείξεις δύναμης όπως η ρίμα "prostitution / lilliputian", ανήκουν στην κατηγορία 'trying too hard', ας της αναγνωριστεί ότι αυτή τουλάχιστον προσπαθεί.
Το νόημα τέτοιων δίσκων είναι πάντα πολύ σχετικό και εξαρτάται πολύ από την καλή διάθεση του κοινού. Όσοι υπερήφανα δηλώνουμε ρουβίτσες της Marling και θέλουμε κάθε τι που κάνει να σημαίνει κάτι, θα πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να μιλήσουμε για χαμένη ευκαιρία, προβάλλοντας υπερβολικά τη μεροληψία μας στη γενική συζήτηση. Ας τολμήσω πάρα ταύτα, να διεκδικήσω για λογαριασμό του δίσκου ένα γενικότερο claim to fame. Όσο η ηχητική αποδόμηση των πάντων καταλήγει να προσφέρει στην πιο mainstream εκδοχή της εποχής δίσκους που γύρω από το retro-electro έχουν ως μοναδικό λόγο ύπαρξης το fun των δημιουργών τους, ας αναγνωριστούν τουλάχιστον αυτοί που το fun τους είναι πραγματικό μέσω της υπόνοιας και όχι της φωνασκίας, που δίνουν στη σιχαμένη φράση ''καλοκαιρινή μουσική" το νόημα που αυτή θα έπρεπε να έχει. Συζητάμε συνήθως για την πρόοδο στη μουσική ξεκινώντας από υψηλές ιδεολογικές αφετηρίες, πολλές φορές ωστόσο πρόοδος είναι απλά η πρόοδος, η εξέλιξη του ταπεινά υπαρκτού, όποιο και αν είναι αυτό. Όποιος θεωρεί ότι η ερώτηση "μετά το Cafe del Mar τι;" αξίζει σοβαρής απάντησης, ας τσεκάρει το ντουέτο.