A Fistful Of Desert Blues
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Του Άρη Καραμπεάζη
Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να ξεκινήσει με την -κλισέ πλέον- φράση "όλα άρχισαν από τότε που εκείνος ο κρετίνος ο Nick Cave τραγούδησε τις Murder Ballads", αλλά η -κατά τα άλλα τρομερή- ατάκα από τα Κουρέλια του Νικολαϊδη είναι πλέον πιο πολυφoρεμένη και από τον άγραφο νόμο του ποδοσφαίρου. Συνεπώς την αφήνουμε στην άκρη, επισημαίνοντας (και πάλι, νομίζω) απλά ότι σε πραγματικό χρόνο μόνον η Λένα Σαϊτάνη, στην παρουσίαση της στο τότε Ποπ + Ροκ, είχε επισημάνει με την σειρά της ότι εκείνα τα τραγούδια είχαν κυρίως χιούμορ και πλάκα, και ότι δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα για τυχόν αληθινό πόνο και να μην τα παίρνουμε στα σοβαρά. Ο Nick Cave έμπαινε οριστικά στη φάση του μεροκάματου και των παραστάσεων πρωινή-απογευματινή, και εν μέσω διθυράμβων κυρίως κάπως έτσι συνεχίζει μέχρι και σήμερα.
Με τον ίδιο τρόπο, είναι μάλλον άστοχο να πούμε ότι αυτή η κυκλοφορία είναι η καλύτερη της Lydia Lunch εδώ και πάρα πολλά χρόνια και ότι επιτέλους βρίσκει την ουσία της πραγματικής της μούσας, μακριά από spoken word ακρότητες και από προσωπικές της εμμονές-επιστροφές-καταστροφές, που την τελευταία φορά που την πετύχαμε on stage, περισσότερο μας κούρασαν, παρά μας αγρίεψαν. Το πιθανότερο είναι ότι δεν έχουμε ακούσει είτε προσεχτικά, είτε και στο πόδι τις περισσότερες από τις προηγούμενες κυκλοφορίες της. Όσο για τις αντοχές μας στην "ζωντανή performance" της Lydia Lunch, ας τις εξετάσουμε καλύτερα επί προσωπικού.
Το αληθές είναι ότι το A Fistful Of Desert Blues έχει ικανότατο target group, με πρώτους και καλύτερους όσους πίνουν νερό (ή οτιδήποτε άλλο) στο όνομα του Mark Lanegan τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Και δεν χρειαζόταν η εξαιρετική διασκευή στο Revolver για να το αντιληφθεί κανείς (από μία εκ των συνεργασιών του με την Isobel Campbell). Δεν θα διαλέξω περαιτέρω τραγούδια και δεν θα αναφερθώ σε κάτι που ξεχωρίζει ή υστερεί. Ο δίσκος συνολικά είναι "γεμάτος" και "δυνατός" και ακούγεται χωρίς κενά ή διακοπές. Οι συνθέσεις ρέπουν αξιόμαχα ανάμεσα στο πρωτότυπο και το ετερόφωτο, όπως ακριβώς οφείλει ένας δίσκος που κυρίως αναζητά ρίζες, παρά σκορπάει νέες πηγές έμπνευσης.
Ό,τι γενικώς και αορίστως αποκαλούμε σύγχρονο καταραμένο αστικό blues, με ρίζες στο απροσδιόριστο παρελθόν της αμερικάνικης μουσικής κλπ υπάρχει εδώ μέσα. Το ζήτημα είναι ότι υπάρχει σε τέτοια μορφή, που χωρίς απαραίτητα να ξεχωρίζει από χιλιόμετρα από ανάλογες και αντίστοιχες περιπτώσεις, εν τούτοις με έναν περίεργο τρόπο αφήνει την εντύπωση (στη β' πλευρά δε του βινυλίου ακόμη και τη βεβαιότητα- 300 ltd κόκκινα βινύλια κυκλοφορούν μέχρι στιγμής) ότι κάπου εδώ ο κύκλος κλείνει και ότι κανείς άλλος δεν έχει (και δεν πρέπει) να πει κάτι ακόμη πάνω στο εν λόγω θέμα. Τουλάχιστον για κάποια χρόνια, μέχρι να ξεχαστούμε και πάλι δηλαδή.
Και ο κύκλος κλείνει διότι πέρα από τις ερμηνείες της Lydia Lunch, οι οποίες πέρα και πρώτα από όλα δεν δείχνουν επιτηδευμένες, ακόμη και όταν ξεπερνάνε τα όρια της κάθε θεατρικότητας, ο εξαιρετικός κύριος Cypress Grove έχει στήσει το μουσικό περιβάλλον του δίσκου, με ακόμη πιο αυθεντικό τρόπο, παραπέμποντας ευθέως στις στιγμές του παρελθόντος, που αξίζει να μνημονεύονται ακόμη, και δείχνοντας τον ιδανικό τρόπο τοποθέτησης στο σήμερα, είτε αυτό είναι υποτονικά ακουστικό, είτε πάει να γίνει σχεδόν θαρραλέα ηλεκτρικό..
Δουλειά του είναι να ψάχνει, να ψάχνει, να ψάχνει... να πηγαίνει στην πηγή για να καταλάβει το τι και το πως και να επιστρέφει χωρίς καμιά διάθεση επίδειξης είτε για γνώσεις, είτε για εκτελεστικές ικανότητες. Είναι το ακριβώς αντίθετο του Jack White δηλαδή στην υπόθεση "βουτιά στο παρελθόν", καθώς κάθε νότα απέχει με σοφία από τις διαθέσεις μίας κακοκουρδισμένης ρέπλικας, που πριν καν ακουστεί με προσοχή, έχει ξεπέσει στο πεδίο της vintage γραφικότητας. Διότι ως γνωστόν οι Rezillos από το ρεζιλίκι δεν απέχουν και πολύ (αν και εδώ που τα λέμε, τους αδικούμε με αυτή την εξυπνάδα). Στο βιογραφικό του αναφέρονται διάφορες συνεργασίες με διάσημους, κρατάμε όμως την ουσιαστική του σχέση με τον Jeffrey Lee Pierce, το άλμπουμ Ramblin' του 1992 (που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανύποπτα είχε "ανοίξει" τον κύκλο), αλλά και τα τρέχοντα κάργα post mortem project γύρω από τον ωραίο Απόντα, τα οποία εποπτεύει με μαεστρία. Αν έγραφε αυτό το κείμενο ο Αντώνης Ξαγάς πιθανότατα θα είχαμε και μία αναφορά στο.... κατσικίσιο τυρί Cypress Grove Chevre, λυπάμαι όμως, γιατί μία φορά που το δοκίμασα μου έκατσε βαρύ για τα γούστα μου.