Songs for plants
Άνθρωποι και φυτά... Μια μακραίωνη συμβίωση που δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη τη μουσική. Από ...αμφότερες πλευρές. Του Αντώνη Ξαγά
«Ο μουσικός του μέλλοντος θα είναι περισσότερο curator παρά creator», θυμήθηκα με αφορμή τον δίσκο αυτό και το βιογραφικό της δημιουργού του, αυτή την εύστοχη και προφητική –αν λάβουμε υπόψη ότι διατυπώθηκε το 1992- ατάκα του Simon Reynolds…
Προσωπικά δεν ξέρω (και μεταξύ μας, δεν μ’ ενδιαφέρει κιόλας) πως θα είναι -και πως θα ορίζεται επίσης- η μουσική του μέλλοντος, πολλά σίγουρα θα αλλάξουν, ωστόσο ένα πυρηνικό της στοιχείο υπήρχε και θα υπάρχει αμετάβλητο: το γεγονός ότι πρόκειται για μια αλληλεπίδραση και επικοινωνία του ανθρώπου με τον Εαυτό του αρχικά, τους συνανθρώπους τους, και κατ’ επέκταση με το περιβάλλον, τον κόσμο όλο, έμψυχο τε και άψυχο. Γιατί όχι λοιπόν και με τα φυτά; Τα οποία είναι οι πολυπληθέστεροι ένοικοι του πλανήτη, η πιο διαδεδομένη και εξαπλωμένη μορφή ζωής, η μόνη που πλησιάζει δυνητικά την αθανασία, και μολονότι στην ανθρώπινη γλώσσα ο χαρακτηρισμός «φυτό» είναι από υποτιμητικός έως δυσοίωνος, τα φυτά διαθέτουν και ένα είδος εξυπνάδας μάλλον ανώτερης πολλών διπόδων (μια θαυμάσια εισαγωγή στον θαυμαστό κόσμο των φυτών είναι τα έξοχα βιβλία του Γιάννη Μανέτα, για τα οποία δεν φείδομαι υπερθετικών επιθέτων από τότε που τα πρωτοδιάβασα. Ξεκινάμε από το "Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών"). Κι ας μην καταλαβαίνουν αυτά που τους λέει η κυρία του σπιτιού τούτη την ώρα που τα ποτίζει στο μπαλκόνι…
Μουσική για φυτά, ή μουσική από φυτά… Ένα θέμα που μπορεί να ανοιχτεί σε χαοτικές ατραπούς, να οδηγήσει μέχρι και στα όρια της αμφιλεγόμενης (ψευδο)επιστήμης, της new age μεταφυσικής και της γραφικότητας (πρόσφατα είχα διαβάσει για έναν Τσέχο συνθέτη ονόματι Vaclav Halek ο οποίος άκουγε τα μανιτάρια -τι τύπου μανιτάρια άραγε;- και τα αποτύπωνε σε συμφωνίες). Και όλοι μας έχουμε ακούσει τις θεωρίες για την μουσική (κλασική εννοείται, άντε τζαζ, ουχί ασφαλώς ροκ) η οποία εν είδει ηχητικού …λιπάσματος βοηθάει τα φυτά να αναπτυχθούν (κι εδώ θα θυμηθώ ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς MythBusters όπου η θεωρία αυτή καταρρίπτονταν, αποδεικνύοντας ότι τα φυτά αντιδρούν σε όλα τα είδη μουσικής το ίδιο).
Την ρίζα όλων αυτών θα την βρούμε στα 60s, εποχή που έτσι κι αλλιώς εχμμ συσφίχτηκαν οι σχέσεις του ανθρώπου με τον φυτικό κόσμο, με διάφορους τρόπους, ειδικά μέσα από το χίπικο φυσιολατρικό κίνημα. Το μεγάλο άνοιγμα στην μαζικότητα έγινε βέβαια το 1973 με το παγκόσμιο ευπώλητο βιβλίο των Peter Tompkins και Christopher Bird, «Η Μυστική Ζωή Των Φυτών». Και οι δισκογραφικές μπήκαν με χαρά στο παιχνίδι, μπορεί το περί ου ο λόγος κοινό να μην είχε αγοραστική δύναμη όντας καθηλωμένο στο χώμα και στην γλάστρα και μάλλον αδιάφορο, αλλά οι ιδιοκτήτες τους (αφεντικά;) έτρεχαν σε δισκοπωλεία (και όχι μόνο…) αγοράζοντας δίσκους με τίτλους όπως «Grow Green: Classical Music for Plants», «Music to Grow Plants» κοκ, μια τάση η οποία φτάνει μέχρι και τις μέρες με αναρίθμητες κυκλοφορίες, ακόμη και πιο εξειδικευμένες (π.χ. «Music For Mimosa Pudica & Codariocalyx» του Βέλγου David Edren). Πρόσφατα μάλιστα έπεσε στα χέρια μας από την συμπαθή μας Sacred Bones και ο δίσκος του Καναδού ηλεκτρονικού συνθέτη Mort Garson «Mother Earth's Plantasia», από το 1976, ο οποίος εκείνη την εποχή μοιραζόταν δωρεάν από ένα… φυτώριο στο Λος Άντζελες μαζί με την αγορά ενός φυτού.
Φτάνοντας στις μέρες μας, και δεδομένης της ολοένα και πιο στενής σύμφυσης τέχνης και τεχνολογίας, οι τεχνικές έχουν εξελιχθεί σε αδιανόητο βαθμό. Ηλεκτρόδια και αισθητήρες τοποθετούνται σε κάθε είδος φυτού, σε φύλλα και βλαστούς, καλώδια συνδέονται σε ενισχυτές σημάτων και μετά σε αναλογικούς και ψηφιακούς υπολογιστές, μετράνε λεπτές διαφορές στην ηλεκτρική αγωγιμότητα, παιχνίδια περιοδικών κινήσεων, πεδία και διαφορές δυναμικών και συγκεντρώσεων, καταγράφονται, «μεταφράζονται», μεταγράφονται, μετατρέπονται σε ήχο, σε «μελωδικά μοτίβα» και «μουσική». Τα πάντα μπορεί δυνητικά να γίνουν «μουσική», ζούμε άλλωστε σε έναν κόσμο ο οποίος ταλαντεύεται διαρκώς, μηχανικά ή ηλεκτρομαγνητικά. Και εδώ τίθενται διάφοροι προβληματισμοί και παγίδες, από την ανθρωπομορφική ματιά μέχρι την παραγωγή παραπλανητικών τεχνουργημάτων (artefacts) και θορύβου από την μετρητική αλληλεπίδραση μιας πειραματικής διάταξης με το φυσικό υποκείμενο. Ωστόσο το κύριο θέμα που τίθεται είναι ότι η μουσική είναι κάτι πέρα από απλές ταλαντώσεις, μήκη κύματος και συχνότητες -όπως πράγματι είναι αν την δούμε με την στενή φυσική ματιά-, γιατί προϋποθέτει μια συνείδηση για να την προσλάβει ως κάτι άλλο, ως έναν φορέα μηνυμάτων και όχι απλά ως ένα περιβαλλοντικό ερέθισμα και μια διαταραχή του χώρου.
Η Ζυριχιώτισσα εικαστικός και καλλιτέχνης και curator (τι λέγαμε;) Magda Drozd χρησιμοποιεί ανάλογες τεχνικές στον εύγλωττα (ίσως λίγο παραπλανητικά) τιτλοδοτημένο δίσκο της. Ωστόσο η προσέγγιση της όπως κρίνεται από το αποτέλεσμα αλλά και από τα λεγόμενα της, αποφεύγει τις παγίδες, δεν έχει σκοπό μια μεταφυσική επικοινωνία ή μια καταγραφική αυθεντικότητα, αλλά εστιάζει σε έναν «ηχητικό διάλογο μεταξύ συνθετητών, εγχόρδων και των ηχογραφημένων ήχων ενός κάκτου». Λίαν αγαπητό και δημοφιλές φυτό ο κάκτος (ουχί μόνο ως σκονισμένο «αθλιόφυτο» - για να θυμηθώ το ξεκαρδιστικό «Πλαθολόγιο λέξεων» του Λύο Καλοβυρνά- σε μια άκρη μιας δημόσιας υπηρεσίας), έχει και συμβολική διάσταση, αγκαθερός απέξω, τρυφερός –έως και βρώσιμος από μέσα, ανθεκτικός σε δριμείες συνθήκες, έχει τραγουδηθεί σε ένα ηχητικό εύρος που πιάνει από τους Pixies μέχρι την Κατερίνα Κυρμιζή, αλλά και αυτός καθαυτός έχει χρησιμοποιηθεί σε συνθέσεις του John Cage («Child of Tree») ή του σπουδαίου μάστορα των field recordings Michael Prime («One Hour As a Plant»),ακόμη και σε… λάιβ. Πόσο μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με την πουντία την ινδική συκή (Opuntia ficus-indica) ή πιο γνωστή σε όλους μας, οικεία και φορτωμένη με καλοκαιρινές αναμνήσεις, φραγκοσυκιά!
Είναι ασφαλώς ένας βασικός κίνδυνος σε τέτοια conceptual έργα είναι άνευ του κόνσεπτ να καταλήξουν κενά ή έστω αξιοπερίεργα αβ(ν)άν-γκαρντ εγχειρήματα. Αν ο ακροατής εκτεθεί ανύποπτος στο «Songs for plants» θα έρθει αντιμέτωπος με ένα σχεδόν λυρικό, εσωστρεφές ambient (τι άλλο;!) άλμπουμ (υπέροχο το «Painkiller»), με τεχνοτροπίες επεξεργασίας και κολάζ εμπεδωμένες μεν προ πολλού στον χώρο (αν θέλουμε να αναζητήσουμε αναφορές θα βρούμε πλειάδες, για διάφορους λόγους θα την έβαζα δίπλα σε μια Felicia Atkinson ή για να μείνουμε στον φυτολογικό χώρο, στην Mileece) χωρίς αυτό να εμποδίζει την δημιουργό να ξανοιχτεί πιο πέρα, φτάνοντας μέχρι την... dream pop. Πολλά σύνθια, βόμβοι, κρότοι, αλλά και κιθάρες και βιολιά, και σποραδικά η φωνή της δημιουργού να υπογραμμίζει την ανθρώπινη διάσταση του έργου. Γιατί εν τέλει δεν πρόκειται για ένα έργο για φυτά, ο περί ου ο λόγος κάκτος είναι απλά μια (εκ)κινητήρια αφόρμηση. Και τελευταίο κομμάτι, το πολύ όμορφο και ατμοσφαιρικό «Leave me a message». Η επικοινωνία που λέγαμε. Γιατί κάποιες φορές το μέσο δεν είναι το μήνυμα…
Ένας πολύ ενδιαφέρον δίσκος ο οποίος κυκλοφορεί σε (τι άλλο;) πράσινο βινύλιο.