[Σε παράλληλη σύνδεση με το Joan of Arc - Boo! Human
Είναι πλέον πολλά τα χρόνια από τότε που οι Pixies όρισαν σοφά την απόλυτα επιτυχημένη τακτική και με τον καιρό τον ορισμό του ιδανικού indie songwriting: quiet-loud-quiet. Και ξανά loud και να 'σου και πάλι quiet και κάπου στο τετράλεπτο quit και έφυγες. Έκτοτε η συνταγή ερμηνεύτηκε, εξελίχθηκε, παρερμηνεύτηκε. Tο loud στην πορεία κάπου ξεχάστηκε και το αμερικάνικο indie rock για χρόνια αυτομαστιγώθηκε με ένα ανελέητο It's all oh so quiet και εν τέλει ενταφιάστηκε σε κάτι ατέλειωτα νανουρίσματα των Sparklehorse. Ώσπου αναγεννήθηκε, αλλά με εσφαλμένη loud ευρωπαϊκή προοπτική, που το κατάντησε αναξιόπιστο! Σήμερα υπάρχουν Αμερικάνοι που παίζουν Italo Disco...
Ο Tim Kinsella, πονηρά σκεπτόμενος, αποφάσισε να εφαρμόσει την τακτική με απόσταση και να μοιράσει την διαφορά των εντάσεων σε δύο διαφορετικά σχήματα. Quiet με τους Joan Of Arc, loud με τους Make Believe. Όπου δυναμώνουν οι πρώτοι, ησυχάζουν οι δεύτεροι. Και στις δύο περιπτώσεις σοφά η ένταση και η ησυχία επιστρατεύονται για να αποφευχθεί ο σκόπελος των Flaming Lips, που έχει καταραστεί σε αιώνια ηχητική ομοιομορφία το ανεξάρτητο ροκ.
Το Boo Human είναι ξεκάθαρα art rock. Τόσο art που σε σημεία αμφιβάλλεις αν είναι ροκ, δηλαδή. Περιέχει υπέροχα ακουστικά πρελούδια όπως το εναρκτήριο Shown and Told, που δικαιολογούν την ύπαρξη έγχορδης ταλαιπωρίας σαν αυτή του If There Was A Time # 2, που εμφανίζεται λίγο πριν το τέλος.
Στις δε mid-tempo κατακτήσεις των διαθέσεών του, επιστρατεύει ό,τι έμεινε καθαρό από τις κιθάρες των Guided By Voices και με μία αυθαίρετα jazzy rhythm section γνωρίζει ότι προστατεύει την διαχρονικότητά του έναντι των αυστηρών post προσταγμάτων του zeitgeist.
Σε όλη τη διάρκεια, ο Kinsella παραμένει ένας υπερσυναισθηματικός παρατηρητής των πραγμάτων και με ευστόχως "πικρά" στιχάκια, σχολιάζει ότι δεν προλαβαίνει να εκφράσει μια ομάδα επίλεκτων μουσικών από ολάκερο το χαρμάνι του σύγχρονου strange folk. Οι οποίοι μουσικοί πλάκα στην πλάκα κάνουν τρομερή δουλειά. Το Just Pack Or Unpack είναι αυτό που πάντα θέλαμε. Ή τουλάχιστον αυτό που θέλαμε από το 1994 μέχρι το 1999: ένα κομμάτι των Tortoise με στίχους...
Δεν ισχύουν τα ίδια πλέον όταν ο Tim δημιουργεί κάτω από την ταμπέλα των Make Believe. Εδώ τα πάντα, οι πάντες και για πάντα είναι κουρασμένα! Τόσο πολύ που πετυχαίνουν ένα ακόμη χειρότερο remake-remurmur στο Satisfaction, από αυτό που ονειρευόταν η Cat Power. Και στην τελική ...δεν είναι τόσο loud τα πράγματα όσο μας είχαν υποσχεθεί.
Το Going To The Bone Church είναι ένας δίσκος που παλεύει με ό,τι βρώμικο έμεινε από τους Guided By Voices και αυτή είναι μία εγγυημένα αποτυχημένη αποστολή. Μας θυμίζει βασανιστικά ότι στο μεγαλύτερο μέρος του ο θρύλος του indie rock των 90s χτίστηκε από εκκωφαντικά δυσκοίλια συγκροτήματα, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τη λάθος ατάκα από τη σωστή χορδή (και αντίστροφα).
Υπάρχει βέβαια το αριστουργηματικό For Lauri Bird που ξεκινάει ως εναλλακτικό Rock Me Amadeus και συνεχίζει με εφήμερο disco beat μέχρι να απογειωθεί σε κολεγιακά ξεφωνητά, του γνωστού "πεζοδρομίου", που όλοι αγαπήσατε και παρακαλάτε να επανεμφανιστεί.
Ο δίσκος κλείνει με το τζαμάρισμα εκείνο το οποίο οι Modest Mouse ούτε καν σε τετραπλή συλλογή με outtakes δεν θα τολμούσαν να εντάξουν..., και μένεις να αναρωτιέσαι αν ο Kinsella ξοδεύει το ταλέντο του ή δεν αφήνει τίποτε να πάει χαμένο, για να σιγουρευτεί ότι δεν θα μείνει κάτι θαμμένο... από τα τόσα πολλά (και τόσο ίδια...) που έχει να πει.
Kinsella... με υγεία το λοιπόν, για φανατικούς και μόνο ως είθισται!
Θα μπει συνολικός βαθμός, από τον οποίο το πρώτο άλμπουμ αδικείται καθώς χάνει μονάδα, ενώ το δεύτερο σκαρφαλώνει ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά.