Τα δύο προηγούμενα "μεταβατικά" προσωπικά άλμπουμ του ενός ημίσεως των Arab Strap, εν όσο οι τελευταίοι βρίσκονταν εν ζωή και "στην εντατική" διαδοχικά, αρμοδίως παρουσιάστηκαν από τους Γιάννη Παπαϊωάννου και Λάμπρο Σκουζ. Ειδικά το Into The Woods, έμοιαζε να έχει ηχογραφηθεί για τα γούστα, την αισθητική και την ιδιοσυγκρασία του Λάμπρου. Η απόφαση του Middleton να βαδίσει ακόμη βαθύτερα σε pop (λέμε τώρα-βλέπε παρακάτω) μουσικά χωράφια και σε σχεδόν απεξαρτημένες από την "κλαψιάρικη κατατονία" του παρελθόντος συνθήκες, έχει ως ευτυχές αποτέλεσμα ένα... αριστούργημα, όχι από εκεί που δεν το περιμένεις, αλλά όπως δεν το περιμένεις.
Ξεκινάω από εκεί που τελείωνε η κριτική του Λάμπρου: ο Malcom Middleton ξεπερνάει πλέον κατά πολύ τις προσδοκίες μας και κυκλοφορεί ένα δίσκο του οποίου οι "δυναμικές" στέκονται με άνεση δίπλα στις καλύτερες στιγμές των Arab Strap, παρότι το σκηνικό έχει αλλάξει πλέον για τα καλά. Ο ίδιος περιγράφει το Brighter Beat σαν "ένα pop άλμπουμ για ανθρώπους που απεχθάνονται την pop μουσική" και χωρίς να έχει άδικο, δεν κατέχει και το απόλυτο δίκιο αυτός ο χαρακτηρισμός.
Το Fight Like The Night, με hooky ρεφρέν, κιθάρες που δεν μουρμουρίζουν, αλλά στριφογυρίζουν και διάλογο γυναικείων-ανδρικών φωνητικών να υποστηρίζουν την ποθούμενη εξωστρέφεια, στοχεύει απευθείας στο κοινό των Belle & Sebastian, ίσως δε και σε κάποιο με ευτελέστερες απαιτήσεις για συναισθηματικό singalong. Μαζί του και πάλι σύσσωμη η εθνική Σκοτίας, η οποία και στριμώχτηκε στις στουντιακές ιδιοκτησίες των Mogwai και υπό τις οδηγίες του Tony Doogan, δεν επιδόθηκε ασφαλώς στην ευπρόσδεκτη βαβούρα των Dirty Pretty Things, αλλά στη θετική πλέον ειρωνεία τραγουδιών όπως το Death Love Depression Love Death, τα "έσπασε" και τα "γκρέμισε" με τρόπο που σχεδόν θα απαγορευόταν από το παρελθόν του δημιουργού τους. Αυτό είναι το τραγούδι που χρόνια τώρα προσπαθούν να "ξαναγράψουν" οι Bright Eyes, αλλά τους έχει στοιχειώσει το μεγαλείο του The Calendar Hung Itself. Αν το αναζητούσατε εναγωνίως, εδώ είναι! Σπεύσατε!
Τι όμορφο παράδοξο, ε; Να μιλάμε για έναν άνθρωπο που καθώς φαίνεται γλίτωσε από "άσχημα φαντάσματα" και ξεκινάει το δίσκο του με ένα τραγούδι υπό τον τίτλο "We're all going to die". Με σχεδόν spoken word κυνικότητα, πάνω από ξυστές κιθάρες και τύμπανα με σύνδρομο dawn (αλλά όχι down αυτή τη φορά!). 'You're gonna die all alone' πριν έρθουν τα έγχορδα, λοιπόν! Γενικά, ο Middleton έχει έναν απόλυτο έλεγχο επάνω στο υλικό του... και είτε το "σπρώχνει" για να πέσει χαμηλά, είτε το απογειώνει... αφήνει τον ακροατή με ανάσες ελάχιστες μέχρι το τέλος. Το δε ομώνυμο του δίσκου τραγούδι έχει όντως φωτεινό beat να το καθοδηγεί. Και κάτι στίχους για να μελετάμε τα βράδια όλοι μαζί.
Πέρα από όλα τούτα... βρέθηκε πολύ γρήγορα ένα καλύτερο κλείσιμο δίσκου από αυτό των Arcade Fire. Οι "Υπερήρωες Τραγουδοποιοί" που σας καταστρέφουν τη ζωή όλα αυτά τα χρόνια, απολογούνται σε ένα ιδιόρρυθμο ρέκβιεμ που καταλήγει σε μουσική γαμήλιας τούρτας και κατόπιν σε αυτοαναιρούμενη soft rock μπαλάντα, με επιδίωξη να ακυρώσει όλη μας την πίστη, ακόμη και στον ίδιο τον Middleton.
Εν ολίγοις: δίσκος απόλυτα έξυπνος, φορτωμένος με άπειρη έμπνευση και με εκτελεστική δεινότητα που βάζει τις μπάντες-παρέες σε ανησυχία και τους "πληρωμένους" μουσικούς (έστω φίλους...) σε ένα επίπεδο παραπάνω από ό,τι νομίζαμε.