Αν αυτό είναι το sell out άλμπουμ των Man Man, τότε δεν έχουμε παρά να υποκλιθούμε. Αν πρόκειται να συνεχιστεί η προσέγγιση ανυποψίαστων ακροατών με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, τότε αδημονούμε για το πραγματικό sell out και περιμένουμε το ψυχιατρικό τους τροχόσπιτο να κατασπαράξει με άρρωστες διαθέσεις το mainstream.
Αν πάλι δε μιλούσαμε για μία μετρημένη κολεκτίβα ημιάγριων με ένδοξο παρελθόν στο πεδίο του θριαμβευτικά παρακμιακού ροκ, θα το θεωρούσαμε ως κανιβαλική απάντηση στην προσπάθεια κάποιων άλλων να μας πείσουν ότι τα τραγούδια του Tom Waits είναι ερωτικές μπαλάντες. Σε κάθε περίπτωση αυτός είναι ο δίσκος των Man Man που περίμεναν οι οπαδοί του παραπάνω για να τους λατρέψουν. Στην κλίμακα Zappa-Beefheart-Waits, το Rabbit Habbits μειώνει τον δείκτη επίδρασης των δύο πρώτων και αυξάνει κατακόρυφα αυτόν του μοναδικού επιζώντος. Α... ζει ο Beefheart; Συγνώμη τότε!
Αυτό που πρώτα και κύρια λέγεται για τους Man Man είναι ότι παραμένουν φλογισμένα πιστοί στην αρχέτυπη διονυσιακή ιδέα του rock 'n' roll. Και είναι απολύτως αληθές για να το αποφύγει κανείς ως περιττή κοινοτυπία. Πέραν τούτου, σε κάθε δίσκο ενισχύουν το στοιχείο της ενσυνείδητης κοινωνικής αποστασιοποίησης, που τους καθιστά ιδανικά πολιτικά μη ορθούς και πολέμιους του worst case scenario που θέλει ολάκερο τον indie συρμό των 00s να στήνει τα απεχθέστερα των Live Aid στην επόμενη δεκαετία, που δεν αργεί να έρθει.
Το σχεδόν δεκάλεπτο Poor Jackie λίγο πριν το τέλος του άλμπουμ είναι ό,τι ονειρευόσουν ποτέ να έχεις από αυτό εδώ το συγκρότημα. Drunken anthem σαν αυτά που στο παρά πέντε δεν καταφέρνουν να απογειώσουν οι Decemberists, cabaret song με μικρότερη δόση μούχλας από αυτή που ξενίζει στους Dresden Dolls και mid-song μετάλλαξη σε straight pop λάσπη από αυτή που πέταγε κάποτε στο κοινό του ο πραγματικός Tom Waits.
Με ενεργειακό μπάσο που σοφά δεν υπακούει στους κανόνες τους funk, με την επιθυμητή rhythm-section-κονσερβοποιΐα να ραγίζει την υποψία τεταμένης ραχοκοκαλιάς στα τραγούδια και με back vocals που ξέφυγαν από άλλο δίσκο, συγκρότημα ή ανέκδοτο, οι Man Man εγγυώνται για μία ακόμη φορά την αποδομημένη τους φύση. Η ελαφρά "δόμηση" που παρατηρείται στην παραγωγή περισσότερο σε προκαλεί να ασχοληθείς πιο ουσιαστικά με την μπάντα, παρά σε προδιαθέτει για anti-shock τακτικές.
Παλινδρομώντας ανάμεσα στο ρόλο του σκεπτόμενου παλιάτσου, του αντιδραστικού hippy και του εκδικητικού μέθυσου, οι χαρακτήρες στα τραγούδια των Man Man απεκδύονται την εργατική τάξη, την ερωτική πάλη, την οικολογική ανησυχία, την μελαγχολική παρακμή και άλλες τραγουδιστικές επιδημίες της εποχής, εφορμώντας με ανυπολόγιστη ορμή προς την πραγματική ουσία του ροκ ως μία -επιτέλους- μορφή τέχνης. Σοφά φρενάρουν λίγο πριν η σύγκρουση επιφέρει αχρείαστη έκρηξη.
Αν ψάξεις και βρεις ποιος είναι ο Butter Bean δεν θα σου ακούγεται τόσο αστεία η απειλητική προς το πρόσωπό του μπαλάντα από τον Honus Honus (περί της ονοματολογίας των μελών της μπάντας, παραπέμπω στα σχετικά μυθεύματα...). Σε τραγούδια πάλι όπως το El Azteca, οι Man Man εξοστρακίζουν οριστικά από τις λίστες του baroque punk τυχαίες περιπτώσεις του τύπου Gogol Bordello και σε βάζουν σε σκέψεις για την αξία που δίνεται στην εμμονή των Devotchka προς την σοβαρότητα.
Το Rabbit Habbits είναι ένα άλμπουμ που δεν ξεκουράζεται ποτέ, από ένα συγκρότημα που έφτασε προ πολλού στα όριά του και κατάφερε να επιστρέψει θριαμβευτικά αλώβητο. Από κάθε τι ανοργάνωτο και σκόρπια ανατρεπτικό που διεκδικεί δάφνες Ζαππικής χειροτεχνίας, είναι αυτό που πραγματικά θα επέλεγε ο θείος Frank για να δώσει το χρίσμα.
They are only in it to roll it back again!