Vilosophe (reissue)
Συγχωρούν την προδοσία οι πιστοί του black metal; Του Άρη Καραμπεάζη
Με απόσταση οχτώ ετών από την πρώτη κυκλοφορία και σχεδόν ενός έτους από την επανέκδοση της γερμανικής Masterthrone (400 μαύρα και 100 έγχρωμα βινύλια), το Vilosophe συνεχίζει να παραμένει ενδιαφέρον, τόσο ως προς το ηχητικό του περιεχόμενο, όσο και ως χαρακτηριστικό δείγμα του πόσο μπορεί να ανοίξει (να ξεχειλώσει για κάποιους) το black metal ιδίωμα, στις μέρες που ζούμε (εδώ και μερικά χρόνια...), αλλά και το κάθε μουσικό είδος γενικότερα. Καθότι το επόμενο τους, How The World Came To An End, δεν κόμισε κάτι το εξαιρετικό ειδικά από την πλευρά της έμπνευσης, νομίζω ότι με αφορμή αυτή την επανέκδοση καλό είναι να προσέξουμε -έστω και καθυστερημένα- την... "προδοτική" (παρότι μόλις η δεύτερη επίσημη) κυκλοφορία των Νορβηγών, πριν φτάσουμε στο που τους οδήγησε τελικά.
"Το ίδιο τραγούδι πάντα να το λες/ το ίδιο τραγούδι" διδάσκει ο Κωστής Παλαμάς στον "μαθητή" του Μίκη Θεοδωράκη και ο τελευταίος πάνω σε αυτή τη φράση στηρίζει την κατά τον ίδιο ελάχιστη εξέλιξη της μουσικής του μέσα σε 40 χρόνια ("Μίκης Θεοδωράκης - Οι δρόμοι του Αρχαγγέλου/ Τόμος Α', σελ 145"). One Chord Wonders για τους Adverts σε ένα από τα πιο τίμια τραγούδια της πρώτης του punk γενιάς, ενώ η σχέση των Ramones με τα τρία και μόνα ακόρντα που ήξερε ο Johnny είναι ομοίως πασίγνωστη. Όσοι λατρεύτηκαν στο χώρο της μουσικής επί της ουσίας ποτέ δεν άλλαξαν (οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν) και προσφάτως οι UK SUBS "πιάστηκαν" να κυκλοφορούν ένα από τα καλύτερα τους άλμπουμ, παρότι το αλφάβητο στερεύει. Και αν τυχόν το τόλμησαν όσοι άλλαξαν, 9 στις 10 φορές γκρεμοτσακίστηκαν και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα οικεία τους χωράφια. Να αλλάζει λοιπόν κανείς αναζητώντας το καινούργιο, το διαφορετικό και επιχειρώντας να αποφύγει το τετριμμένο και την επανάληψη ή απλά να προσπαθεί κάθε φορά να λέει το ίδιο τραγούδι σε παραλλαγή, αρκεί αυτό το τελευταίο να είναι πραγματικά καλό; (Μια καλή ανάλυση περί όλων αυτών και εδώ με αφορμή τον τελευταίο Θανάση Παπακωνσταντίνου).
Στην περίπτωση των Manes η επιθυμία για ριζικές αλλαγές λειτούργησε με εντυπωσιακό τρόπο. Μετακινούμενοι από το ωμό, παραδοσιακό black metal προς ένα υβρίδιο ηλεκτρονικού/μεταλλικού ήχου με well produced ξυστές κιθάρες και ιλουστρασιόν τρομπέτες να εμφανίζονται χωρίς ιδιαίτερο λόγο εδώ και εκεί, η πρώτη επιπόλαια εντύπωση μας λέει ότι μάλλον πελαγώνουν σε έναν σχεδόν ψυχαναγκαστικό ηχητικό πλουραλισμό, χωρίς πρώτα να έχουν αφομοιώσει κάθε ξεχωριστό είδος με το οποίο φλερτάρουν. Τα "ηλεκτρονικά" τους δίνουν μια πρώτη αίσθηση έλλειψης πρωτοτυπίας, τυπικής ατμοσφαιρικότητας και υπερβολικής γυαλάδας για τον σκοπό που προορίζονται. Σε μπλακοηλεκτρονικές ατμόσφαιρες ταιριάζουν μάλλον πιο "ξερά" και "πρωτόγονα" βοηθήματα. Τα φωνητικά βρίσκουν χώρο να γίνουν περισσότερο επικά και αιθέρια, από ότι υπόσχεται η πραγματιστική ιδεολογική βάση των Νορβηγών, έστω και στις αναπόφευκτες αποκρυφιστικές της διαστάσεις. Τα κάφρικα ουρλιαχτά που είναι;
Από την άλλη πλευρά όμως για πρώτη φορά σε αυτό το άλμπουμ οι συνθέσεις των Manes αναδεικνύονται πραγματικά ως τέτοιες και δεν μένουν κρυμμένες πίσω από το Τείχος του Στυλ, που αναπόφευκτα έχει τον πρώτο λόγο σε μουσικά είδη με "ισχυρή προσωπικότητα" όπως το παραδοσιακό black metal. Τα white devil/black shroud και death of the genuine πιστοποιούν το παραπάνω με τον καλύτερο τρόπο, ενώ στο Ende είναι που πατάνε γερά πλέον σε πραγματικά "άλλους δρόμους".
Επίσης μην ξεχνάμε ότι πρωτόγονα synths και αραχνιασμένες παραγωγές απασχολούσαν για αρκετά χρόνια την μπάντα (κυρίως προτού δισκογραφήσει επίσημα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, μιας και στο black metal η demo περίοδος είναι πολλές φορές που μετράει στη συνείδηση των φανατικών-ενίοτε όχι άδικα) και κατά βάση έδωσαν ό,τι ήταν να δοθεί. Η συλλογή Unveiling The Wicked που συγκεντρώνει τα πρώτα τους demo, θα ικανοποιήσει τυχόν διαθέσεις σας για τέτοιου είδους καταστάσεις. Επιπλέον, στο τέλος του δίσκου έρχεται το Confluence για να απομακρύνει τυχόν υποψίες για ριζική αλλαγή αισθητικής, εκτός από την μουσική, κατεύθυνσης. Οι Manes είναι φανερό ότι επιδιώκουν τους ίδιους στόχους μέσα από άλλους δρόμους.
Παρότι το αμέσως επόμενο άλμπουμ τους (το οποίο και έτυχε να ακούσω πρώτα) σε προσωπικά δεν με έπεισε ότι τελικά αυτοί οι δρόμοι ήταν και η πιο επιτυχημένη επιλογή, η επανακυκλοφορία του Vilosophe, δείχνει πως ακόμη και όταν αλλάζεις τον "σκοπό" έχεις την ευκαιρία να ξαναπείς το ίδιο καλό τραγούδι, έστω και αν στην πορεία κάπου μπέρδεψες τα λόγια. Στο κάτω- κάτω όσοι φτιάχνουν ένα δίσκο που απευθύνεται ισάξια σε όσους αδικαιολόγητα προτιμούν το Black Steel στην version του Tricky, με όσους ελάχιστους αναπολούν τις synth ημέρες των Burzum δεν μπορεί παρά να δικαιούνται δεύτερης ευκαιρίας. Το κακό είναι βέβαια ότι το ίδιο τραγούδι σε νέα παραλλαγή δεν μας το είπαν στη συνέχεια ως Manes (που επίσημως φέρονται διαλυμένοι από το 2008), αλλά ως Kkoagulaa πλέον, που μέχρι και συνεχιστές της Tilt περιόδου του Scott Walker έχουν χαρακτηριστεί, στήνοντας ολόκληρα άλμπουμ πάνω σε ένα κομμάτι διάρκειας μίας ώρας παρά κάτι.
Υπόψη ότι στην πρώτη κυκλοφορία του δίσκου οι ίδιοι είχαν αποκηρύξει τον χαρακτηρισμό neo avant metal, με τον οποίο προσπάθησε να τον πλασάρει η code666. Το που τους πήγε τελικά αυτό το άλμπουμ νομίζω ότι είναι απόλυτα ενδεικτικό των συνεπειών που μπορεί τελικά να έχει στη μουσική η πελώρια λαχτάρα για αλλαγές, από όποια πλευρά και να το δει κανείς. Τα ίδια έκαναν και οι Ulver βέβαια, αλλά με εκείνους η τύχη στάθηκε πιο γενναιόδωρη. Άλλη ιστορία αυτή όμως.