Resistance Is Futile
Αν η αντίσταση είναι μάταιη, τότε ίσως και "τα πάντα ματαιότης". Μια ακόμη ρήση από το ...holy βιβλικό ρεπερτόριο των Manics. Του Άρη Καραμπεάζη
‘There is dignity and pride/There is poetry and life’
Έχει περάσει προ πολλού ο καιρός που δεχόσουν ένα «πατ-πατ» συμπόνιας στην πλάτη επειδή μπήκες στον κόπο να ακούσεις τον τελευταίο δίσκο των Manic Street Preachers, ακόμη και από ανθρώπους με τους οποίους κάποτε μπορούσες να πεις δυο-τρία πράγματα ουσίας για το πιο ‘καλό/κακό’ βρετανικό ροκ συγκρότημα των τελευταίων 30 plus χρόνων. Πλέον οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι σε κοιτούν μάλλον υποτιμητικά και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να σε ρωτήσουν «πώς είναι ο δίσκος;».
Από το μεγαλειώδες όμως θάψιμο του Ποπ+Ροκ στο ‘Holy Bible’ μέχρι την μία και μοναδική εμφάνιση τους στο Terra Vibe με πενιχρά αποτελέσματα στην προσέλευση κόσμου, οι Manics εντός των συνόρων μας ήταν πάντοτε μια ‘κατ’ εξαίρεση’ ιστορία. Συνεπώς σε όσους τυχόν με ρώτησαν τον τελευταίο καιρό αποφάσισα να απαντάω με μια εξυπνάδα του τύπου «ο νέος δίσκος των Manic Street Preachers είναι όσο κακός πρέπει να είναι και σαφώς καλύτερος από όσα παντελώς αδιάφορα κυκλοφόρησαν είτε στα mid 00s είτε πρόσφατα». Κανείς δεν πείστηκε, αλλά και κανείς δεν αντέδρασε.
‘People get tired/People Get Old/ People Get Forgotten/ People Get Sold’
Το 13ο άλμπουμ των Manic Street Preachers ανεξάρτητα αν είναι ή όχι το καλύτερο τους από την εποχή του . . . . . . . . . . . . . . και αδιάφορα αν με αυτό επιστρέφουν επιτέλους με επιτυχία στις φόρμες του . . . . . . . . . . . . . . , επιβραβεύει με τον καλύτερο τρόπο την εξαρχής επιλογή τους όχι τυχόν να πολεμήσουν το σύστημα από μέσα, όπως (δήθεν) έκαναν οι –εκ των δασκάλων τους– Clash, για παράδειγμα, αλλά να προσποιηθούν ότι πολεμάνε το σύστημα από μέσα. Διότι παρότι το έγραψε ο Κραουνάκης και το τραγούδησε η Πρωτοψάλτη, δεν παύει να είναι απολύτως αληθές ότι το σύστημα έχει και άλλα/συστήματα φριχτά, συνεπώς ας είμαστε ρεαλιστές, που λέει και εις άλλος, ακόμη πιο λαϊκός βάρδος.
Εδώ που φτάσαμε είναι πιστεύω τόσο διακριτό, όσο και πανηγυρικά υπέρ τους, το ότι δεν έχει καμία σημασία αν οι Manics πουλάνε ‘Πλαθ & Επανάσταση’ στα διαλείμματα μετακινήσεων με τεθωρακισμένες λιμουζίνες. Σημασία έχει ότι συνεχίζει να μην υπάρχει κανείς άλλος εκεί έξω από τον οποίο να μπορούμε να αγοράσουμε έστω και λίγη επανάσταση σε συσκευασία που δεν θα προσβάλει την αισθητική μας (για Πλαθ ούτε λόγος). Υπό αυτό το πρίσμα έπρεπε όντως να περάσουν τριάντα πλας χρόνια και δεκατρία άλμπουμ για να ψελλίσουν αυτό που εξαρχής μας είχαν πει, αλλά είχαμε το κουράγιο να μην το πιστέψουμε, ότι δηλαδή η αντίσταση είναι όντως μάταιη. Αλλά με κάποιο τρόπο (πρέπει να) είναι πάντοτε παρούσα.
‘Close the curtains in L.A./Open them up in a Berlin Day’
Όπως κάθε ροκ γκρουπ που σέβεται την χρηστικότητα της παρεμβατικής του ικανότητας στη διατήρηση των τραπεζικών του λογαριασμών, έτσι και οι Manic Street Preachers εκτός από το να αναπαράγουν πολιτικά-κοινωνιολογικά τσιτάτα (που ούτως ή άλλως καλό κάνουν κακό δεν κάνουν), είναι ικανοί να δημιουργούν στους οπαδούς τους την ψευδαίσθηση ότι κατανοούν και συμμετέχουν, ενίοτε και καθοδηγούν, ακόμη και τις πιο προσωπικές τους στιγμές. Από τις ημέρες που ως παρέα επιτηδευμένα ανήσυχων εφήβων ακούγαμε και ‘σημειώναμε’ με τον Θοδωρή την ενσυνείδητη ροκ ορμή του 'The Holy Bible', μέχρι την από τους ίδιους περιγραφή του νέου τους άλμπουμ ως ‘Widescreen Melancholia’, οι Manics διατηρούν και στη δική μου ζωή τέτοια παρεμβατικότητα, που δεν μου επιτρέπει να τους αποκηρύξω ακόμη και όταν κυκλοφορούν μερικά από τα χειρότερα άλμπουμ που έχω υποχρεωθεί να πληρώσω ποτέ (σε σημείο που να μην έχω καν αγοράσει κάποια άλμπουμ τους, παρότι δηλωμένος φανατικός).
Με ξεκάθαρα λογιστική λογική το παρόν είναι το μοναδικό άλμπουμ των MSP που δημιουργεί υποψίες ότι μπορεί και να εισχωρήσει στο κατά τα φαινόμενα αδιαπέραστο TOP 5 του γκρουπ, που ολοκληρώθηκε, αλλά και άρχισε να ραγίζει, κάπου στο μακρινό 1998. Είκοσι χρόνια φαγούρα, με την εξαίρεση ενός Lifeblood, που και αυτό ελάχιστοι το αναγνωρίζουμε ως άξιο λόγου, δεν είναι και λίγο πράγμα για ένα γκρουπ που πρόωρα υποσχέθηκε rock ‘n’ roll suicide σε οπαδούς και εχθρούς του. Σε όλο αυτό το μεσοδιάστημα σχεδόν μάθαμε να χλευάζουμε τους Manics με τρόπο που δεν επιδρά στην επί της ουσίας σχέση μας μαζί τους. Σχεδόν γίναμε γραφικοί οπαδοί των Deep Purple δηλαδή.
‘No medication left to take/Just defeat and the bitterest of tastes’
Τα ‘People Give In’, ‘Liverpool Revisited’ και ‘Dylan & Caitlin’ είναι τα απολύτως απαραίτητα τρία (τουλάχιστον) τραγούδια του δίσκου με τα οποία μπορείς να αντικαταστήσεις οποιαδήποτε τρία (ε καλά, όχι ακριβώς οποιαδήποτε) από εκείνο το Best Of του 2002 (ο ροκ χρόνος περνάει με γελοίους ρυθμούς, μην τα ξαναλέμε) και να μην διαβρωθεί στο ελάχιστο το ατόφιο 10άρι, που άτεγκτα είχε τοποθετήσει ο πάντοτε σοφός Λάμπρος Σκουζ. Από εκεί και πέρα το υπόλοιπο άλμπουμ ενώ δεν είναι ασφαλώς αυτό που λέμε all killer, περιέργως (για Manics μιλάμε άλλωστε) είναι σχεδόν no filler, αφού και το πιο αδύναμο τραγούδι εδώ μέσα ('Broken Algorithms') υπακούει σε κάποιους υπόγειους κανόνες που το ίδιο το γκρουπ έχει θέσει ήδη από τις ημέρες του 'Generation Terrorists' και που μας λένε (με αόριστο τρόπο είναι η αλήθεια) ότι το ροκ αλάθητο είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για τον θάνατο του ροκ.
Στα κλισέ χέρια των Manic Street Preachers λοιπόν το ροκ εν ρολ μπορεί να ξεψυχάει άβολα αρκετές φορές σε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά το Resistance Is Futile είναι μια πρώτης τάξεως απόδειξη περί του ότι αρνείται να πεθάνει πρέπει όντως να πεθάνει κάποτε, για να δούμε επιτέλους τι πρόκειται να ακολουθήσει. Μανιακοί περί της ματαιότητας, μαζευτείτε (ίσως και για τελευταία φορά).