Η Ζωή Σε 11 Ποιήματα Του Γιώργου Βέη
Μέτρο της ζωής μπορεί να είναι και τα ποιήματα. Ειδικά όταν ο συνδυασμός τους με τη μουσική πετυχαίνει σε τέτοιο βαθμό.. Του Πάνου Πανότα
Ήταν μόλις το ’13 με τις «Ανεπαίσθητες Αποκλίσεις» που κατορθώσαμε να αφομοιώσουμε επαρκώς, αν και το αναφέρουμε ακόμη διστακτικά, το ιδιωματικό τού συνθέτη Μανώλη Γαλιάτσου. Στην πιο ολοκληρωμένη του ως τότε έκφραση και μ’ ένα εξαιρετικό άλμπουμ, ίσως απ’ τα πιο ξεχωριστά για τη δεκαετία στην Ελλάδα, απ’ όπου τουλάχιστον «Η Λίμνη Μέσα Του» θα τίθεται ως αναφορά, με την αξία του πολύτιμου υποδείγματος, για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράματα όταν επιζητούμε κάτι πραγματικά πολύ μεγάλο στο μουσικό αποτέλεσμα και κάτι που να (ξανα)θέτει τους κανόνες χρήσης στη σύγχρονη σύνθεση.
Περίπου το ίδιο συμβαίνει και με τον φετινό, νέο δίσκο του Γαλιάτσου. Όμως τώρα αφορά πια στο μελοποιητή, τραγουδοποιό κι ερμηνευτή εαυτό του. Και τούτο το πρόωρο εξαγόμενο δημιουργεί ένα πολύ ειδικό, διαφορετικής υφής, κι επομένως κάπως άβολο, πλαίσιο βάσης για την παρούσα κριτική εφεξής.
«Η Ζωή Σε 11 Ποιήματα Του Γιώργου Βέη» έχει ό,τι απαιτείται λοιπόν για να σταθεί καταλυτική στο τι ξέρουμε ήδη και τι περισσότερο ψάχνουμε να μάθουμε για το κόνσεπτ μελοποιημένη ποίηση. Όπως ήταν κάποτε εκείνος ο αξεπέραστος «Καρυωτάκης - 13 Τραγούδια» της Λένας Πλάτωνος.
Και παρόλο που στο δίσκο διασταυρώνονται και συνυπάρχουν έντεκα κομμάτια με φωνή κι οκτώ μουσικά, τα τελευταία υπό τύπου παραλλαγών σε μελωδίες από τραγούδια και με άλλη ανάπτυξη (π.χ. «Ασύμμετροι», «Η Ζωή Από Κάτω»), η ροή του cd είναι αδιάσπαστη. Κυρίως επειδή ο δημιουργός του δεν έχει συνειδητοποιήσει μονάχα το σύνθετο πεδίο του εγχειρήματός του, μα και το πώς να μουσικοποιεί το παραμικρό γύρω και μέσα του σχετικά με το θέμα, από περιρρέουσες, τυχαίες εικόνες μέχρι απλές δικές του σκέψεις, μέχρι και το όποιο κενό απόστασης αναμεταξύ αυτών.
Το καίριο σημείο πάντως εδώ έχει να κάνει με τον λόγο. Η ποίηση του Βέη είναι συμβολιστική ποίηση. Δηλαδή; Δηλαδή διαβάζοντάς την θα συναντήσεις και την πιο ελεύθερη γραφή, και την μη έμμετρη, και τον άνισο κι ανομοιοκατάληκτο στίχο, και ποιήματα μόνον τής μιας στροφής κ.λπ. Ο Μανώλης Γαλιάτσος μπήκε μέσα στην γραφή κι εντόπισε ρυθμό εκεί που κι η ικανότερη φαντασία θα απέκλειε πως υπάρχει. Έκανε συγκλονιστικό τραγούδι την «Πλατεία Αμερικής», την «Απορία», την «Ειλικρίνεια», επιμηκύνοντας κατά πολύ την αίσθηση που αφήνει σκέτη η ανάγνωσή τους.
Εξαιρουμένης της απαγγελίας, δεν νοείται αλλιώς εξάλλου η ενέργεια «μελοποιώ ικανώς», δηλαδή δεν μπορεί το ζητούμενο να βρεθεί αφημένο αποκλειστικά σε προθέσεις, να μην στοιχειοθετείται με συμπέρασμα ή να κρέμεται από ιδέες και πάλι από ιδέες.
Οι αποδόσεις στο μικρόφωνο έρχονται επιπρόσθετα. Ο Γαλιάτσος είναι ένας διαρκώς εξελισσόμενος ερμηνευτής που δίνει την καλύτερη έμφαση, πέρα από καθετί άλλο, στην εμπειρία του βιώματος της κάθε λέξης. Μα δεν είναι αυστηρά τραγουδιστής. Το γνωρίζει πρώτα ο ίδιος κι εν προκειμένω αφήνει κομμάτι του συγκεκριμένου ρόλου στη θαυμαστή ηθοποιό και σοπράνο Μαριάνθη Σοντάκη και στον Αντρέα Καρακότα.
Κατόπιν είναι το πώς ξεκινάει και τελειώνει η δομή του κάθε τρακ, η μίξη κι η παραγωγή, όπου ακολουθείται ένας όχι και τόσο συνηθισμένος δρόμος: Συχνά τα όργανα τοποθετούνται σε ευθεία, οι ήχοι αφήνονται γυμνοί και κατ’ επιλογή φυσικοί, οι απόηχοι γίνονται μέρος του συνόλου αρετουσάριστοι, εντοπίζεται μια εν δυνάμει ακάθαρτη αιχμηρότητα, μία λερή αγριάδα που εναρμονίζεται απόλυτα με τα μεταβιομηχανικά συγκείμενα της εποχής μας αλλά και μια υπερθετική αίσθηση ότι το οτιδήποτε απ’ τα παιξίματα των μουσικών προσδίδει το μέγιστο ως έχει, ατόφιο και δίχως φτιάξιμο. Ο Μ. Γ. δουλεύει με ένα σχεδόν σταθερό σχήμα συνεργατών-παικτών, κι έχει πάρα πολλούς λόγους για να το κάνει έτσι, τελικά.
Σε σύγκριση με άλλους όντως ο Γαλιάτσος είναι παραγωγικότατος, δισκογραφώντας με υψηλή συχνότητα και γεννώντας μας αναπόφευκτα κι ενστάσεις. Ωστόσο λατρεύει το ιδιαίτερο και σε κάθε άλμπουμ του δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι θα συμβεί ως την στιγμή που θα το βάλουμε να παίξει. «Η Ζωή» μάς τον δείχνει πάλι κι ως εντυπωσιακά απρόβλεπτο.