Ο Ζαν Μπωτριγιάρ ισχυρίζεται ότι η πορεία είναι δεδομένη: Η τέχνη τελειώνει, τουλάχιστον με την μορφή που την γνωρίσαμε. Αιτία είναι ότι πια, αντικείμενο του θαυμασμού και του πόθου μας είναι η καθημερινή χυδαιότητα. Περάσαμε στην κουλτούρα του ασήμαντου σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Τι είναι όμως ασήμαντο; Το ίδιο ποδήλατο που χρησιμοποιεί ο MANU CHAO εδώ και δέκα χρόνια; Η άρνησή του να προσδιορίσει τι πρέπει να πράττει ο ορθά σκεπτόμενος πολίτης, για να μην θεωρήσεις ότι καπελώνει; Η άρνησή του να τον συνοδεύσει η κολομβιανή αστυνομία ενώ διέσχιζε τις ναρκοφυτείες, δηλώνοντας πως "είμαι ένας κλόουν και κανείς δεν θα πειράξει έναν κλόουν"; Η φωνή του commandate Marcos των Ζαπατίστας που ακουγόταν στην πρόσφατη συναυλία του στη Νέα Υόρκη; Τελικά μήπως το σημαντικό και το ασήμαντο είναι μια ρευστή αμφισημία που μόνος σου ρυθμίζεις την κατεύθυνση; Εξ άλλου η αμφισημία είναι το χαρακτηριστικό και του "PROXIMA ESTACION: ESPERANZA". Είναι μουσική για καλοκαιρινά ορθάδικα μαζικής προσέλευσης ή συγκαλυμμένη πολιτική θέση; Η μαγκιά πάντως του MANU CHAO πάντως έγκειται στο ότι σε καμία περίπτωση δεν αυτοπροβάλλεται σαν πολιτικός γκουρού ή ότι κατέχει την μαγική λύση στα παγκόσμια προβλήματα.
Γεννημένος το 1961 στο Παρίσι (το πραγματικό του όνομα είναι Oscar Tramor), από ισπανό πατέρα και βραζιλιάνα μάνα, επηρεάστηκε τόσο από τις οικογενειακές κουλτούρες όσο και από το punk που άκουγε στην εφηβεία του. Ξεκίνησε παίζοντας σ' ένα rockabilly συγκρότημα και μετά με έναν ξάδελφό του έστησαν τους MANO NEGRA. Διαλύθηκαν το 1995, ο MANU CHAO πήγε στην Λατινική Αμερική και άρχισε τις βόλτες, ηχογραφώντας μουσικές σε ένα τετρακάναλο. Το αποτέλεσμα αυτών των περιηγήσεων και ηχογραφήσεων κυκλοφόρησε με τη μορφή του πρώτου του άλμπουμ "CLANDESTINO", που λατρεύτηκε από μεγάλο και διαφορετικό κοινό.
Το δεύτερό του "PROXIMA ESTACION: ESPERANZA", έσκασε φέτος και με την πρώτη αφτιά, μοιάζει πολύ με το "CLANDESTINO". Βρίσκεις την ίδια τεχνοτροπία ηχητικού κολλάζ, με τα τραγούδια να διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο, απρόσμενες φωνές ραδιοφωνικών παραγωγών, περίεργους ήχους (από κινητά, από πέταγμα εντόμων), reggae και latin ρυθμούς και στίχους ισπανογαλλοαγγλικούς. Μια πιο προσεκτική όμως σύγκριση, αποκαλύπτει μια συναισθηματική διαφορά και έναν MANU CHAO πιο αλέγκρο και πιο αισιόδοξο. Τα προβλήματα των κυνηγημένων και αποκλήρων υπάρχουν, αλλά στη ζωή τους τώρα, μετά απ' όλ' αυτά τα χρόνια, βρήκε θέση η χαρά του έρωτα, η ελαφρότητα του χορού, η θαλπωρή ενός αγγίγματος και το γλυκό μήνυμα ενός βλέμματος.
Στο εναρκτήριο 'Merry blues', τα φωνητικά ξετυλίγουν ένα δικό τους σενάριο κάτι που γίνεται και στο 'Me gustas tu', και θυμίζουν κάποιους πίνακες του Νταλί, στους οποίους υπάρχει το κεντρικό θέμα αλλά η ιστορία με τις περίπλοκες λεπτομέρειες εκτυλίσσεται στο βάθος. Στο 'Bixo' και στο 'La chinita' έχουμε την χαρακτηριστική MANU CHAO-ική ηχητική γεωγραφία: δύο κιθάρες που συνομιλούν σταθερά με ακόρντα, ραφινάτες γραμμές στο μπάσο, την φωνητική μελωδία να κυριαρχεί και εκρήξεις πνευστών. Στο 'Promiscuity' ανεβαίνει η ταχύτητα του ρυθμού για να ηρεμήσει πάλι στο 'Primavera', ενώ το 'Me gustas tu' είναι ο αδιαφιλονίκητος καλοκαιρινός ύμνος.
Η γλωσσική Βαβέλ στο 'Denia' έρχεται σε αντίστιξη με τα διακριτικά αράβικα κρουστά και πνευστά, ο Marley, στέλνει χαμόγελο ικανοποίησης μέσα από το 'Mi vida' και ο καπνός των τσιγάρων ενός jazz-καμπαρέ είναι μετουσιωμένος στις νότες των 'Trapped by love' και 'Le rendez vous'. Το 'Mr Bobby' είναι μια άλλη στιχουργική έκδοση του 'Bongo bong' που υπάρχει στο "CLANDESTINO" και ταυτόχρονα ένδειξη αγάπης για τον Marley, το 'Papito' με καρναβαλίστικα πνευστά θα μπορούσες να το ακούσεις σε καρουσέλ στο λουνα-παρκ και τέλος τα αλγερινά κρουστά στο 'La marea', εκτρέπουν την αρχική αίσθηση. Απλά η εντύπωση που σου δημιουργούν τα τελευταία tracks, είναι ότι υστερούν σε σύγκριση με τα προηγούμενα και σε έμπνευση και σε ενορχήστρωση. Το αδύνατο σημείο του άλμπουμ.