(Το δέκατο τρίτο του studio άλμπουμ βρίσκει τον Marc Almond σε στιγμές αβίαστης έμπνευσης και δυσβάσταχτου προσωπικού πάθους. Ένα δράμα σε δώδεκα πράξεις! Ο Almond παγιδεύεται και πάλι στο glamour της συνειδητής παρακμής του και με χαρακτηριστική άνεση μας χαρίζει έναν από τους καλύτερους δίσκους του!)
Η συναυλιακή επαναδραστηριοποίηση των Soft Cell έπειτα από δεκαέξι χρόνια δεν εμπόδισε τον Marc Almond στην επιδίωξη του προσωπικού του οράματος. Πέρα από το new wave, την disco και το επιτηδευμένα μοντέρνο crooning, ο Almond ονειρεύεται τα βράδια την μεταπήδησή του στο stand των κλασσικών και υπερ-χρονικών, εκεί άλλωστε όπου βρίσκονται οι μεγάλοι του δάσκαλοι. Η τελευταία του contemporary στιγμή ήταν το 'Tenement Symphony' LP του 91. Από εκεί και πέρα μεθοδικά απομακρύνεται από τις τάσεις των καιρών και -με αφετηρία το αμήχανο'Fantastic Star'- από το 1995 καταδιώκει την αιωνιότητα.
Στην προηγούμενη solo εμφάνισή του, trip hop και lounge jazz περάσματα χαιρέτησαν προς στιγμήν τον κόσμο του. Στα δώδεκα τραγούδια του 'Stranger things' ο Almond (υπό τις οδηγίες του Ισλανδού Johann Johannson στην παραγωγή) παρουσιάζει έναν ιδιόμορφο «ορθό συντηρητισμό». Οι δυο τους κλέβουν με επιμέλεια τις πιο moody στιγμές του John Barry, τις περισσότερο εσωτερικές σκηνές του Fellini και τα κλασσικότερα strings από όλες της εν Γαλλία ηχογραφήσεις των 60ς. Ο ίδιος ο Almond φοράει το προσωπείο του ανδρόγυνου βαρύτονου και ερμηνεύει ικετευτικά τα τραγούδια του με μεθόδους εξεζητημένα παλιομοδίτικες. Samples, ηλεκτρονικά και μικρές λούπες με δειλία στέκονται πλάι στο λάγνο μεγαλείο των παραδοσιακών ηχητικών τεχνασμάτων. Ο δίσκος παραδίδεται στο παρελθόν για να δοθεί μια για πάντα στο μέλλον!
Και δυστυχώς για τους αντίζηλους του ο Almond φέτος έχει τα καλύτερα τραγούδια από όλους τους υπόλοιπους. Δοξάζει σαρδόνια τις μάσκες που κατά καιρούς δέχτηκε να φορέσει και χορεύει τυλίγοντας και πάλι πούπουλα γύρω από το λαιμό του, στο καμπαρετικό 'Come out'. Λίγο πριν είχε ξεσπάσει σε λυγμούς στο 'Born to cry', όπου και πάλι θέτει τον κόσμο ενάντια στον εαυτό του. Ακόμη περισσότερο μελόδραμα στο 'End in tears', με μια γυμνή φωνή να συνοδεύει το μονότονο requiem των εγχόρδων, ώσπου το τεχνολογικό ατόπημα να σε οδηγήσει σε ένα ακόμη μεγαλειωδώς ενορχηστρωμένο αποχαιρετισμό στις χαρές τους ζωής. Απλά υπέροχο είναι το αφιερωμένο στη Juliette Greco (η γαλλίδα... Βίκυ Λέανδρος θα λέγαμε, με ερμηνείες σε Gainsbourg, Brel και τα ρέστα).
Αν «πιστέψεις» σε αυτό το δίσκο, θα σκεφτείς πως ο Almond είναι πολύ δυστυχισμένος αυτό τον καιρό. Τα τραγούδια του μοιάζουν να αμύνονται παθητικά, να υπομένουν χωρίς να έχουν κάτι να περιμένουν, να αφουγκράζονται απλά τον θλιβερό απολογισμό όσων έχουν περάσει. Αν τον δεις όμως σαν προσπάθεια ολοκλήρωσης του οράματος του δημιουργού του αντιλαμβάνεσαι αμέσως τη θεατρική λειτουργικότητα και την δραματική αδεία όλης αυτής της υπερβολής, της συγκίνησης που αγγίζει τα όρια του φθηνού ρομάντζου.
Το μεγάλο προσόν του δίσκου πέρα από την ποιότητα των συνθέσεων (που δεν ανήκουν αποκλειστικά στον Almond) είναι ο γενναιόδωρος τρόπος με τον οποίο ηχογραφήθηκε. Αντί να ακούγεται σαν καλά ρετουσαρισμένο αντίγραφο της χρυσής εποχής των studio, ντύνει σε αυθεντικό βελούδο εποχής το πάντα δεκτικό σώμα του Almond και στολίζει με αθάνατο glitter τις όποιες ατέλειες του προσώπου του.
Μετά από αυτό το cinematique αριστούργημα, που φτιάχτηκε για να υπηρετήσει έναν πραγματικό ερμηνευτή και να φιλοξενήσει πραγματικά τραγούδια, οι Goldfrapp πρέπει να το σκεφτούν σοβαρά πριν κυκλοφορήσουν τον επόμενο δίσκο τους!