...και το τερραίν του παραδείσου όπου θα παίζουν κρίκετ οι οπαδοί σου...
Στην αυτοσχέδια ιστοσελίδα της διαβάζουμε για τα ακούσματά της: brian eno, arvo part, patti smith, μάνος χατζιδάκις, ryuichi sakamoto, the doors, pink floyd, chemical brothers, steve reich, laurie anderson, stevie wonder, madonna, police, bob dylan, mercury rev, prince, the beatles, διονύσης σαββόπουλος, radiohead, kraftwerk, joni mitchell, pet shop boys, sufjan stevens, david bowie, supertramp, the jam, lou reed, λένα πλάτωνος, marvin gaye, jacques brel, bjork, claude debussy, massive attack, talking heads, jimi hendrix, βασίλης τσιτσάνης, led zeppelin, leonard cohen, rolling stones, bach, the pretenders.
Στα 1991 εντυπωσίασε τον Μάνο Χατζιδάκι στους μουσικούς αγώνες της Καλαμάτας [Η Ιστορία και η Ευτυχία, Το Τέλος της Γραμμής] και δυο χρόνια μετά ο Σείριος εξέδωσε το ντεμπούτο "Μέσα σε πόλεις και σε κύματα συγχρόνως", για το οποίο ελέχθη πως δεν του δόθηκε όση προσοχή του άξιζε. Πέρασαν έξι χρόνια για τη δεύτερη δουλειά στην Ankh, τις "Πρόβες Αποχαιρετισμού", κι άλλα επτά για να ξαναγυρίσει στον Σείριο με το παρόν σιντί.
Ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στους ποιητές που διάλεξε να μελοποιήσει, αντιλαμβανόμαστε πως τα διαβάσματά της είναι επίσης μεγάλου εύρους και πλάτους. Ακούγοντας, διαπιστώνουμε πως είναι εποικοδομητικά και κατακτημένα, αποθησαυρισμένα σε σπάνια υψηλό βαθμό. Κι όσο δέος μπορεί να ένιωσε αρχικά απέναντι στο μεγαλείο των στίχων ετούτων, άλλο τόσο θάρσος και ωριμότητα χρειάστηκε για να αρθεί στο ύψος τους με μετριοφροσύνη, μουσικές τομές στην προσέγγιση, παιχνίδισμα στους ρυθμούς και την έμμετρη εκφορά.
Οι αναφορές στον Μάνο είναι εξπρεσιονιστικές και στην Λένα Πλάτωνος ιμπρεσιονιστικές. Θα μπορούσα με άνεση να ισχυριστώ πως είναι γνήσιο τέκνο της ιδανικής ένωσης των δύο αυτών μορφών. Το πλέον σημαντικό όσο και εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι ότι κατάφερε να αναδείξει και να δικαιώσει τη διαχρονικότητα του ποιητικού λόγου, σα να είχε γραφτεί και σμιλευτεί με μοντέλο την ίδια. Κατάφερε να φορέσει τα καλά ρούχα της ψυχής της και να αποδώσει τους στίχους σε νέες διαστάσεις εσωτερικής και ρυθμικής έντασης. Με απλότητα, χάρη, διαίσθηση και ατομική τελείωση.
"Ήταν μια εποχή που στάθηκε αδύνατο να περιγράψω αυτά που συνέβαιναν μέσα μου. Με λόγια. (Στη μουσική είχα πάντα μεγαλύτερη ευκολία.) Κι αισθανόμουνα την ατμόσφαιρα σκοτεινή, έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κάποιο φως. Ποίηση. Φαντάστηκα τους ποιητές σ' ένα κοινό χώρο και χρόνο. Δίπλα μας εδώ, σήμερα. Ταυτόχρονα τόσο μακριά, τόσο μετά. Διαχρονικοί κι αγωνιστές από τη φύση τους δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να προσαρμοστούν. Ελπίζω." - Μ.Β. Ιούνιος 2006
Οι γέφυρες της Μαρίας είναι τόσο στέρεα και φυσικά χτισμένες μ' αυτό το "τόσο μετά" που προκαλούν διαδοχικά ρίγη σε όσους είναι λάτρεις των στίχων κι ανεβάζουν το δείκτη περιέργειας στους υπόλοιπους. Το ίδιο δημιουργικά μπορούν να λειτουργήσουν και ως απαρχές αναζήτησης και αναδίφησης στο έργο των 12 μεγάλων μας ποιητών. Μεταφέρουν ελπίδα και μεγαλείο όντας ταπεινές και χαμηλόφωνες. Ενσταλάζουν κάτι από την ποιότητα και την πολυπλοκότητα ενός σοφά παλαιωμένου οίνου, που ευφραίνει καρδίας.
Εκτός του Καρυωτάκη που σηματοδοτεί και τον τίτλο του σιντί και κάνει παρέα στην Πολυδούρη, ξεχώρισα μουσικά την "Κορδέλα τη φαντεζί" του Γιάννη Σκαρίμπα, τη "Μυχιοθήκη" του Νίκου Καρούζου και "Το κοχύλι" του φωτεινού Οδυσσέα Ελύτη που κλείνει με μελαγχολική αισιοδοξία. Νομίζω όμως πως πιο πολύ απ' όλα με άγγιξε η προσωπική της κατάθεση στη "Συνέντευξιν" της Κικής Δημουλά. Θεωρώ δε, πως είναι η ιδανική αντίστιξη έναντι των άλλων 11: η ποίησή της είναι ζωντανή-νεκρή [εν ζωή υμνεί το μηδέν και την εσωτερική της ανυπαρξία], ενώ οι υπόλοιποι έχουν κατακτήσει, μάλλον τελεσίδικα, την υστεροφημία τους. Αυτό όμως, είναι ταυτόχρονα το μαρτύριο και η δικαίωσή της.
Μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου η τέχνη αγγίζει και υπερβαίνει τον ορισμό της ως "το σύνολο που είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα των επιμέρους". Η αριθμητική δεν έχει θέση ούτε ισχύ σε τέτοιους ορισμούς.