Try a little romance
Μετά τα soundtracks και τη μουσική επένδυση διαφημίσεων, ήρθε η σειρά μας. Του Άρη Καραμπεάζη
Σε ένα τραγουδιστικό καθεστώς (το ελληνικό) που βασανίζεται από συνθέτες-ρέπλικες, πιστούς ακολουθητές δηλαδή μίας και μοναδικής, συνήθως βερμπαλιστικής και αναίτια γκραντιόζας (ακόμη και όταν κλαψουρίζει), αισθητικής, είμαστε -παρά τις όποιες κατά καιρούς ενστάσεις (βλέπε περίπτωση Lolek)- τελικά υποχρεωμένοι να πορευόμαστε κατά βάση με τους τραγουδοποιούς. Στην περίπτωση της Marietta Fafouti (στο εξής MF) η διάνοια της τραγουδοποιού συναντάει επιτυχώς -και παραδόξως για τα δεδομένα μας- αυτή της ολοκληρωμένης και με σαφή γνώση του αντικειμένου της, μουσικού-συνθέτριας, και κατά τούτο απομακρυνόμαστε ιδανικά από το σύνηθες τρίπτυχο των τελευταίων ετών (μοναξιά - κιθαρίτσα - λύτρωση).
To Try A Little Romance (με τίτλο που παραπέμπει ασυνείδητα στην προ δεκαετίας προτροπή της pop-αρίας του Vinyl Microstore για δοκιμή σε ολίγον από ηλιοβασίλεμα), αν τυχόν έχει βαρεθεί το παραδοσιακό file under η Inner Ear, θα μπορούσε να το πλασάρει ως το πρώτο της παιδικό άλμπουμ. Και όποιος τυχόν παρεξηγηθεί από αυτό τον χαρακτηρισμό, μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσει περί του πόσο δύσκολο είναι να γράψει κανείς έναν αξιοπρεπή παιδικό δίσκο. Στα "ενήλικα" ακούσματα το αμέσως επόμενο σκαλοπάτι είναι η μετριότητα. Στα "παιδικά" από τον Μορμόλη και τη Λιλιπούπολη υποβιβάζεσαι απευθείας στα Ζουζούνια. Σε αντίθεση με όλα αυτά, η MF φέρεται να ονειρεύτηκε τα τραγούδια του Μάγου του Οζ και της Αλίκης, να τριγυρνάνε στο μυαλό του David Bowie, καθώς ο τελευταίος αποφασίζει ότι λίγα πράγματα θα κρατήσει από την ελαφρότητα του Laughing Gnome στο δρόμο προς το Διάστημα.
Αν τώρα κάθε δημιουργός έχει το δικαίωμα στο ένα και μοναδικό αριστούργημα του, η MF αρνείται να αποφασίσει αν αυτό θα είναι το εναρκτήριο εμβατήριο του Overture (ή και του A True Romance αν προτιμάτε), η σχεδόν αβάσταχτη μελαγχολία του Girl Who Looked The Rain ή το Fly High (συνοδεία του συγγενούς Lalala) που χτυπάει απευθείας στα FM rock αισθητήρια που ποτέ δεν μπόρεσε να απενεργοποιήσει όποιος τυχόν πίστεψε κάποτε ότι η ύστερη ήταν καλύτερη από την πρώιμη περίοδο των Fleetwood Mac. Με ειδίκευση, αλλά χωρίς επιτήδευση, κάθε σύνθεση περνάει από το αρχικό στάδιο της "απλότητας" σε αυτό της "πανδαισίας" και επιστρέφει στην αφετηρία της προτού κατηγορηθεί ως περισπούδαστη. Κάπως έτσι το συνολικό άθροισμα παρουσιάζει τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου περισσότερο ως προϊόν έμπνευσης, παρά ως αποτέλεσμα γνώσης και τριβής. Και αυτό συνήθως είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που έχουν να υπερπηδήσουν οι μουσικοί των ωδείων και των σχετικών σπουδών.
Η μόνη ένσταση έρχεται στο ύφος ενός και μόνο τραγουδιού. Το Don't Stop μπορεί να είναι μεν το ίδιο όμορφο με τα παραπάνω τραγούδια και φαντάζει ως ιδανικό promo song για τον Μελωδία που απεγνωσμένα αναζητάει εναλλακτική λύση από όσες κλαίνε και οδηγούν στην Αττική Οδό πληρώνοντας εισιτήρια διπλά σε είσοδο και έξοδο, δεν μπορεί να κρύψει όμως ότι η MF έχει χρόνια τριβή στην σύνθεση και εκτέλεση μουσικής για διαφημιστικά και ίσως ασυνείδητα χρησιμοποιεί μεθόδους για να καταστεί ο ακροατής ανυπεράσπιστος απέναντι στη μουσική. Όλη αυτή η διαφημιστική λογική του καθολικά όμορφου που θα προσελκύσει τους πάντες χωρίς να ξέρουν το γιατί, είναι μάλλον αχρείαστη σε μία δημιουργό η οποία έχει περαιτέρω ικανότητες και χάρες από όσες απαιτεί ένα πρόσκαιρα επιτυχημένο τρίλεπτο.
Συνολικά το Try A Little Romance είναι ένας εντυπωσιακά αισιόδοξος δίσκος, σε μία εποχή που ο κάθε συμπλεγματικός την είδε καταθλιπτικός και άτοπα Γότθος. Δεν έχει σεξ, βία, απομόνωση και γκρίνια, παρά μόνο αυτό που υπόσχεται: μία τελικά απροσδιόριστου σκοπού ρομαντικότητα που αρνείται να ξεπεράσει τα όρια της παιδικότητας, πρωταρχικό στοιχείο του ρομαντισμού, πριν αυτός καταπλακωθεί από ύστερα, θεμιτά ή αθέμιτα, αισθήματα και δόλους.
Όλα αυτά τα οργάνωσε επιτυχημένα ως παραγωγός ο Οttοmo (Νίκος Αγγλούπας) αγνοώντας θριαμβευτικά indie κριτήρια, αλλά και το εξαναγκαστικό φροντιστήριο των έντεχνων. Τα ενορχήστρωσε γενναιόδωρα η ίδια η MF δίνοντας στους μουσικούς και τις ομοίως ικανές με αυτήν δεύτερες φωνές χώρο και περιθώριο άποψης, που σπάνια δίνεται ακόμη και στα υποτιθέμενα δημοκρατικά συγκροτήματα. Και για να μην ξεχνιόμαστε... τα κυκλοφόρησε η Inner Ear σοφά αρνούμενη να περιχαρακώσει τις επιλογές της σε πράγματα που θα μπορούσαν να την καταστήσουν αγαπημένη και συμπαθή των ολίγων και εκλεκτών, αλλά επί της ουσίας μονότονη και εφήμερη.
Έξοχα!