One Deep River
Γιατί συνεχίζει κι επιμένει; Ένα ερώτημα που ίσως πρέπει να στραφεί και στον καθένα και στην καθεμιά ημών. Τότε θα δοθεί και η απάντηση... Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια προσωπικής καριέρας, θα ήταν αστείο να μιλάμε για εκπλήξεις. Τι θα μπορούσε να μας ξαφνιάσει σε μια επερχόμενη δουλειά του Mark Knopfler; Η απάντηση είναι ένα ξερό «τίποτα»! Όμως, στ’ αλήθεια, το ίδιο ακριβώς δε θα μπορούσαμε να πούμε τότε και για τους δίσκους των Dire Straits μετά το “Love Over Gold”; Βέβαια, εκεί υπήρχαν δύο μικρές διαφορές: από τη μια το -ευτυχώς πρόσκαιρο και καθόλου ευχάριστο- ξάφνιασμα ουσιαστικά ήρθε με το “Brothers in Arms” και από την άλλη η συνέχεια αποδείχτηκε πολύ πιο σύντομη σχετικά με αυτήν της προσωπικής του καριέρας. Κοντολογίς, στους Dire Straits ο Mark έβαλε τέλος έγκαιρα, ενώ στη σόλο καριέρα του επιμένει δυναμικά έχοντας ήδη στο ενεργητικό του δέκα δίσκους, εξαιρουμένων των σάουντρακ. Ίσως και να μη μπορεί να κάνει αλλιώς, δε λέω, όμως εξακολουθεί να συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Αν, τώρα, βιαστήκατε να συμπεράνετε ότι αυτό είναι κακό, παρακαλώ δώστε μου μια ευκαιρία να πω τους λόγους που διαφωνώ.
Όπως καταλάβατε, προσυπογράφω όλα τα παραπάνω, εκτός από την κατάληξη. Κι έτσι σπεύδω να ξεκαθαρίσω το αυτονόητο και αναμενόμενο, ότι δηλαδή το “One Deep River”, όχι μόνο δεν προσεγγίζει το επίπεδο των εκπληκτικών “Sailing to Philadelphia” και “The Ragpicker's Dream”, αλλά και ότι δεν αποπνέει κάτι καλύτερο από το προηγούμενο “Down the Road Wherever”. Φυσικά, δε φτάνω σε σημείο να αποδεχτώ ότι «αν έχεις ακούσει ένα άλμπουμ του Mark Knopfler, είναι σα να τα έχεις ακούσει όλα», αλλά, από την άλλη, δε μπορώ να πω ότι κάτι τέτοιο είναι τελείως άστοχο. Τι είναι όμως αυτό που εξακολουθεί να μας προσφέρει ο Mark, έστω και με έναν σαφέστατα δεδομένο τρόπο; Είναι κάτι ταπεινό και περήφανο μαζί, χαρούμενο και μελαγχολικό, όμορφο και επώδυνο, στενά συνυφασμένο με την κληρονομιά του Lead Belly, του Roy Buchanan και ιδίως του J. J. Cale και της όλης Tulsa sound αισθητικής. Με άλλα λόγια, είναι κάτι που εξακολουθεί να ακούγεται γλυκό στην καρδιά και πολύτιμο στην ειλικρίνειά του.
Αν σας φαίνεται προσβλητικό να χαρακτηρίσετε τον Mark παραμυθά, τότε μπορείτε ευκολότερα να τον πείτε αφηγητή, αλλά ουσιαστικά θα έχετε εννοήσει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Δεν περιμέναμε να γίνει εβδομήντα τεσσάρων χρόνων για να το διαπιστώσουμε, αφού είχε γίνει σαφές ήδη από το 1978 και αποκρυσταλλώθηκε το 2000. Οι στίχοι του είναι κομμάτια από το παρελθόν που σπρώχνονται μέσα στο μυαλό του για να βγουν στο παρόν και μάλιστα όσο πιο αφτιασίδωτοι γίνεται. Που δεν επιτρέπουν συναισθηματικές εκπτώσεις ή συγκαλύψεις, αλλά αναπαράγουν ωμά και νοσταλγικά τα δεδομένα της εποχής τους. Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο Mark επανέρχεται σε ήδη ειπωμένες ιστορίες, επιλέγοντας να δώσει μια διαφορετική πτυχή τους που πριν είχε αφήσει απέξω.
Αυτή τη φορά επιστρέφει στην περιοχή των προγόνων του, βάζοντας στο εξώφυλλο την Tyne Bridge και επιχειρώντας μέσα από δώδεκα τραγούδια να ξαναζήσει το παρελθόν. Μαζί του παίζει ο συνοδοιπόρος από τα χρόνια των Dire Straits, Guy Fletcher, καθώς και οι Jim Cox, Glenn Worf, Ian Thomas, Danny Cummings, Richard Bennett, Mike McGoldrick, John McCusker και Greg Leisz. Για το μουσικό ύφος ισχύουν όσα είπαμε παραπάνω, με ελαφρώς μεγαλύτερη δόση pedal steel κιθάρας. Καμία έκπληξη κι εδώ. Φυσικά, θα βρείτε τις πανταχού παρούσες αναφορές στον ήχο των Dire Straits να τρυπώνουν σε προσανατολισμένα στα blues, την country και τη folk low tempo τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν τη γνωστή «υπόγεια» ρυθμική διάσταση που ανέκαθεν χαρακτήριζε τις συνθέσεις του. Στο “One Deep River” μπορεί κάποιος να πει πως μόνο δύο τραγούδια, δηλαδή λιγότερα από όσα στις προηγούμενες δουλειές του, ξεχωρίζουν άμεσα από τα άλλα: τα “Watch Me Gone” -Mark, είδες που ο Van Morrison είναι καλύτερος από τον Bob Dylan;- και “Two Pairs of Hands”. Πολύ ενδιαφέροντα είναι επίσης το “Ahead of the Game” που μας θυμίζει στιχουργικά το “Sultans of Swing” και το “Matchstick Man”, όπως και το funky “Scavenger’s Yard”. Εκείνο όμως που κάνει πολύ καλό ακόμα και έναν υποδεέστερο σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκο, όπως ο συγκεκριμένος, είναι η πανταχού παρούσα soothing αίσθηση, που όσο κι αν έχω προσπαθήσει δε μπορώ να αποδώσω στα ελληνικά με τον τρόπο που ανέκαθεν τη βίωνα στις προσωπικές του δουλειές.