Circa Rip Rig + Panic
Από το post punk στην πιανιστική free jazz, ένας ...δίσκος δρόμος. Του Γιώργου Λεβέντη
Τρεις λόγοι για τους οποίους αυτή η κυκλοφορία είναι από τις καλύτερες ιδέες του '17. Πρώτος, ο απλούστατος τίτλος που καταλήγει ευφάνταστος - βοηθούν φυσικά το θέμα και το όνομα, δεν ξέρω αν θα χρειαζόμαστε ποτέ το ''John Douglas circa Trash Can Sinatras". Δεύτερος, το ότι φέρνει στο προσκήνιο τη σχέση pop και jazz χωρίς τα γνωστά κουραστικά και κουρασμένα κλισέ. Τρίτος, το πανέμορφο 'Lonesome Train'- έτσι ακούγεται το Amnesiac το Πάσχα, όταν έχεις ξαπλώσει μετά την επιδρομή στο κατσίκι.
Επιστροφή, λοιπόν, στον δεύτερο λόγο. Οι RRAP μπορεί να μην είναι όσο ανεπιτήδευτα ιδανικοί έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική avant/post-punk/jazz μνήμη (και ποιος είναι άλλωστε), αλλά το αψεγάδιαστο της εκλεκτικής υστεροφημίας τους είναι δικαιολογημένο. Ο δίσκος περιέχει μουσική του πιανίστα Mark Springer η οποία γράφτηκε την περίοδο των RRAP, και είτε θεωρηθεί ένας ακόμη σόλο δίσκος, είτε τμήμα της δισκογραφίας του γκρουπ, πιάνει το νήμα που διατρέχει όλη την πορεία του συνθέτη. Είναι άλμπουμ δύσκολο, αλλά με τον τρόπο που είναι δύσκολο κάθε έργο που δεν προσπαθεί να σε απομακρύνει, αλλά σου ζητάει να πάρεις λίγη περισσότερη φόρα πριν βουτήξεις.
Αρκεί να ακούσεις τα "Sakura" και "Threevolution" για να θυμηθείς ότι το πιο υποτιμημένο στοιχείο της δουλειάς του Springer είναι η αδιόρατη συναισθηματική επένδυση στη μουσική του. Μέσα από τα free jazz περάσματα και την οff centre funk-punk ψυχή του έργου, δεν πρέπει ποτέ να περνάει απαρατήρητη μια αίσθηση ελευθερίας και χαράς που δεν ήταν πάντα παρούσα στη δουλειά των RRAP, δουλειά πιο αγχωμένη και άνιση από όσο της έκανε τη χάρη η κριτική της εποχής να καθιερωθεί. Ακόμη και ο avant μινιμαλισμός του φαντάζει πολλές φορές όχι άποψη ή μουσική θέση, αλλά το ενδιάμεσο της συναισθηματικής κατάστασης όσων προσπάθησαν να μην πάρουν τον πειραματικό εαυτό τους στα σοβαρά και επέζησαν της αντίφασης.
Στον δίσκο, όπως ειδοποιούμαστε εγκαίρως από το εξώφυλλο, συμμετέχουν ο David 'Flash' Wright, τα μουσικά ταλέντα του οποίου δεν απαιτούν διαφήμιση, o μακαρίτης και διαχρονικά υποτιμημένος Sean Oliver (διπλό μπάσο) και η Nico που βάζει τα φωνητικά στο σχετικά αδιάφορο Scott Walker-goes-goth "A Given Voice A Given Choice". Όποιος θέλει να ασχοληθεί με παραπομπές, δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Από Thelonious Monk στον Nyman και από τον Bach στους Egg, όρεξη να έχεις να σκέφτεσαι. Η πολλή σκέψη πάντως δεν θα συνεισφέρει στην απόλαυση.
Στις καλύτερες στιγμές του δίσκου, η συνοχή και το ταλέντο των συμμετεχόντων οδηγούν εκεί που πρέπει κάθε νότα η οποία δεν επιθυμεί να κουραστεί και η ίδια από τον avant garde εαυτό της. Στον συνδυασμό δηλαδή fun και πειθαρχίας, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν η μουσική πηγαίνει φοβισμένη να ανοιχτεί σε (νεο)κλασικά πεδία. Όσο επανέρχεται κατά καιρούς η συζήτηση για τη σχέση jazz και λαού, μουσική όπως αυτή που έχει σαφή ρίζα στο είδος, αλλά δεν είναι αποκλειστικά jazz, θυμίζει πως κανείς δεν δικαιούται εξ ορισμού κάτι περισσότερο ή λιγότερο από την ακρόαση. Δεν είναι βέβαιο, ασφαλώς, πως όλα αυτά απασχολούσαν τον συνθέτη την περίοδο της δημιουργίας.
Στο τέλος τέλος και πέρα από τις θεωρητικές περατζάδες σε είδη και στιλ, στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μουσική η οποία ψάχνει και αναδεικνύει τις δυνατότητες που προσφέρει το πιάνο. Το άλμπουμ δεν είναι για όλους, αλλά δεν είναι ούτε για αστείο απροσπέλαστο. Μόνη απαίτηση και αυτή τη φορά για την επιβεβαίωση του 'απαιτητικού' χαρακτήρα του κοινού του, είναι απλά η παραδοχή πως υπάρχει μουσική η οποία φιλοδοξεί κάτι διαφορετικό από το να γεμίζει τον χρόνο μας. Όχι ανώτερο, απλά διαφορετικό. Το κρυφό πάθος και η αίσθηση ματαιότητας με την οποία προσεγγίζει πάντα ο Springer την επινόηση του ιδανικού ακροατή είναι και η διαχρονική κληρονομιά του.