Instinct: A Study on Tension, Fear and Anxiety
Σπουδαίο soundtrack ανύπαρκτης ταινίας. Του Πάνου Πανότα
Η δεινότητα κάποιου να μιλάει μετά λόγου γνώσεως για τη μουσική μπορεί να κάνει μια συνέντευξη υπερβολικά ενδιαφέρουσα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και να την καταστήσει και σχεδόν άπιστη με το συρμό της ζωής του σύγχρονου κόσμου. Η αναφορά γίνεται για μία ιντερνετική που 'χε δώσει προ μερικών χρόνων στο σάιτ Dust & Grooves ο Markey Funk - δεν είναι το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, όμως έτσι τον ξέρουν οι πάντες κι όποτε ερωτηθεί ο ίδιος, δεν ξεχνάει να το επισημάνει.
Γεννημένος στο Μινσκ, ο Funk ξεκίνησε σπουδές πιάνου στα έξι, στα εννιά έζησε την πολιτική κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αλλά μάλλον ήταν μικρός για να συνειδητοποίησε ταυτόχρονα και το ακυρωμένο της νόημα, σήμερα στα τριάντα τρία του ζει στην Ιερουσαλήμ κι είναι DJ, παραγωγός και φυσικά συλλέκτης παλιών δίσκων. Την τελευταία επταετία την πέρασε με πρότζεκτ και συνεργασίες, φέτος όμως επέστρεψε με τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο που από την σκοπιά του στιλ είναι θεματικός πάνω στα soundtracks (ιταλικών, βλ. αμέσως παρακάτω) ταινιών τρόμου της δεκαετίας του '70.
Από την αρχή ως το τέλος τού "Instinct", κι υπό μία καθολικότητα που προπάντων κερδίζει το θαυμασμό, τα περιεχόμενα στοιχεία αυτού από τον Ennio Morricone ως τους Goblin, ίσως κι ως τον Keith Emerson του Dario Argento, αποτίθενται σαν ίζημα. Τοποθετώντας τους ακροατές εξαρχής σε θέση έντονης εξάρτησης. Πρόκειται για άλμπουμ που αποτελείται από συναισθήματα κι εικόνες τόσο απλά μα και τόσο δυνατά που είναι πέρα από λόγια. Για να θυμηθούμε και πάλι πώς μερικές φορές τα αυτονόητα μετατρέπονται γενικώς κι ακούσια σε δίχτυ ασφαλείας για πολλά πράγματα.
Ο Markey Funk ανήκει στη μικρή κατηγορία των φιλόδοξων και ταλαντούχων συνθετών που γράφουν ματώνοντας με ό,τι ετερόκλητο κι αντιφατικό ενέχει το ανθρώπινο μυαλό. Να πεθαίνει κανείς από ανάγκη για τρυφερότητα λ.χ. ακριβώς την ίδια στιγμή που δημιουργεί σχέσεις με την άβυσσο. Κι όχι όποιες κι όποιες, μα σχέσεις σταθερές, πιθανόν κι ανακουφιστικές εφόσον τις εστιάσουμε με κάπως πιο παρανοϊκή ματιά. Τούτο το παράτολμο μουσικό παιχνίδι κορυφώνεται εδώ στα εξαιρετικά "The Unknown", "Escape", "Pressure" και "Face to Face". Περατώνεται όμως;
Ως μια ρετρό, ηλεκτρονική επανασυμπύκνωση λοιπόν, το "Instinct" μοιάζει με μεταβιβάσιμο θαύμα. Που δίνει την εντύπωση πως αν η παραμικρή λεπτομέρεια πραγματοποιηθεί σε διαφορετική σειρά, το λάθος θα είναι μοιραίο κι ολόκληρο το έργο θα κινδυνεύει να ακυρωθεί. Να επικροτήσουμε κατά δεύτερο λόγο και τους οκτώ καλεσμένους σε theremin, φλάουτο, φωνητικά (όχι τραγούδι), ντραμς κ.λπ., διότι αρκετές φορές έκριναν τις εξελίξεις.
Σαν σκέψη και συγγραφή, ο Funk πέτυχε στο παρόν άλμπουμ να ανακτήσει απόλυτα το ηχητικό είναι μιας εποχής αρκετά παλιότερης αναφορικά με το νούμερο της ηλικίας του. Με βεβαιότητα, η μανιώδης μουσικοφιλία του τον οδήγησε και στο να ματαιώνει πολλές καθημερινές του ανάγκες ωσότου να το ολοκληρώσει. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι η ταύτισή του με την ιδέα του κόνσεπτ αγγίζει την εκτροπή. Αλλά έτσι συμβαίνει όταν πάσχεις απ' το στίγμα του ερευνητικού μα κι ιδιοφυώς ικανού μουσικοποιού. Must be played in the dark, η τελική παρακίνηση συνήθως είναι κι η ισχυρότερη.