Make Way for Love
Όταν μια σπουδαία φωνή συναντά αντάξια της τραγούδια, για την κριτική φωνή απομένει μόνο η αποθέωση. Του Τάσου Πατώκου
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου ήρθαν στο μυαλό με τις πρώτες νότες του θαυμάσιου “Come to Me” που ανοίγει τον δεύτερο solo δίσκο του Marlon Williams ήταν η k.d. Lang. Πρόκειται για μια country μπαλάντα που θα ταίριαζε γάντι στη φωνή της, και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το καλύτερο κομμάτι σε οποιονδήποτε δίσκο της. Λίγο πιο μετά, στο “Party Boy”, τόσο η φωνή του Williams όσο και το ίδιο το τραγούδι μου θύμισαν τον Chris Isaak. Σκέφτομαι τους δίσκους τόσο της Lang όσο και του Isaak, και πως κανένας τους δεν έχει ηχογραφήσει έναν πραγματικά σημαντικό δίσκο με καινούριο υλικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Σπουδαία τραγούδια έχουν υπάρξει ασφαλώς και για τους δύο, αλλά όχι και ολοκληρωμένο album.
Στην περίπτωση της k.d. Lang ίσως αυτό να μην έχει και τόσο μεγάλη σημασία, μιας και ο βασικός λόγος που θα ακούσει κανείς ένα album της είναι για τη μεγαλειώδη φωνή της. Το ξέρει προφανώς και η ίδια, για αυτό και οι δίσκοι με τις διασκευές είναι σχεδόν ίσοι σε αριθμό με εκείνους με τις πρωτότυπες συνθέσεις. Είναι για κάτι φωνές σαν της k.d. Lang για τις οποίες έχουν βγει κλισέ του τύπου ότι θα μπορούσε να τραγουδήσει ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο και να έχει ενδιαφέρον, αλλά, από την άλλη, κανείς δεν προτιμάει να ακούσει τον τηλεφωνικό κατάλογο από το ακούσει ένα πραγματικά ωραίο κομμάτι, και είναι λίγο κρίμα που από τα δύο πιο γνωστά τραγούδια της, το ένα είναι διασκευή και το άλλο είναι γνωστό κυρίως επειδή το έκλεψαν οι Rolling Stones.
Τώρα, ο Marlon Williams ανήκει σε αυτήν την κατηγορία καλλιτεχνών με τις πραγματικά μεγαλειώδεις φωνές, και έτσι – και έχοντας υπόψη και τα παραπάνω περί k.d. Lang, οι ερμηνείες του θα ήταν από μόνες τους αρκετές για να έχουν οι δίσκοι του ενδιαφέρον. Έχοντας μια φωνή που παραπέμπει κατευθείαν στη βελούδινη χροιά του Roy Orbison, ο Williams θα μπορούσε να ασχολείται κυρίως με διασκευές χωρίς να ανησυχεί και πολύ αν είναι ικανός ως τραγουδοποιός ή αν θα βρεθεί κάποιος να του γράψει ωραία κομμάτια. Ο κόσμος θα τον άκουγε ούτως ή άλλως, μόνο και μόνο για τις ερμηνείες του. Το γεγονός ότι εκτός από εκπληκτικός ερμηνευτής είναι και χαρισματικός ως συνθέτης τον κατατάσσει δικαιωματικά μεταξύ των πιο σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής μας.
Το “Make Way for Love” είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ένας δίσκος χωρισμού, και παρόλο που η μελαγχολία και η νοσταλγία είναι τα δύο κυρίαρχα συναισθήματα, δε θα το καταλάβαινε κανείς απαραίτητα αν δεν του το έλεγαν. Ο λόγος για αυτό είναι ότι οι διαθέσεις παίζουν από παιχνιδιάρικες σε κομμάτια όπως το “What’s Chasing You” μέχρι σχεδόν καταθλιπτικές (“Love is a Terrible Thing”), με τον Williams να αριστεύει είτε ως crooner της παλιάς σχολής είτε ως νέος Rufus Wainwright χωρίς τις τάσεις μεγαλομανίας. Αντί να φορέσει μια πανοπλία ιππότη για το εξώφυλλο του δίσκου όπως είχε κάνει παλαιότερα ο τελευταίος, εκείνος διάλεξε μια λιτή ασπρόμαυρη φωτογραφία. Και εκεί που θα μπορούσε να φτιάξει ένα υπεραισθαντικό βίντεο κλιπ τύπου “Wicked Game” για να ντύσει ένα τραγούδι – κόσμημα όπως το “Beautiful Dress”, ο Williams πήρε τους φίλους του και πήγαν για μπασκετάκι, μετά κάθισαν πανω στο γρασίδι να φάνε fish and chips, και μερικά πλάνα από αυτό το απόγευμα έγιναν το βίντεο κλιπ του “Come to Me”. Στην αρχή μοιάζει εντελώς αταίριαστο με τον ήχο του κομματιού, αλλά δεν αργείς να συνειδητοποιήσεις ότι όλα κολλάνε όπως πρέπει: μια σειρά από μικρές ευτυχισμένες στιγμές ντύνουν την απέριττη ομορφιά της μουσικής.
Λίγο πριν το τέλος, η ευγενική θλίψη του “Nobody Gets What They Want Anymore” λυώνει καρδιές – σε ένα ντουέτο του Williams μαζί με την Aldous Hardin, που ακούγεται ακόμα πιο σημαδιακό όταν γνωρίζεις ότι ήταν ο χωρισμός τoυ Williams με την Hardin που ενέπνευσε τις συνθέσεις του δίσκου. Χωρίς άσκοπους μελοδραματισμούς, πρόκειται για ένα πολύτιμο τραγούδι, ένα στιγμιαίο classic για όλες τις ραγισμένες καρδιές αυτού του κόσμου.
Με μία πρόταση, στο “Make Way for Love” έχουμε μια πραγματικά σπουδαία φωνή σε μια σειρά από εξαιρετικά τραγούδια από τα οποία δεν περισσεύει κανένα – το τέλειο album που καλλιτέχνες όπως η Paula Frazer ή ο John Grant προσπαθούν να φτιάξουν εδώ και χρόνια αλλά πάντα κάτι λείπει. Μπορεί ο βαθμός να φανεί ως υπερβολή σε κάποιους, αλλά προσωπικά δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από έναν δίσκο.