SAAM (Spanish American Art Museum)
Μεταξύ Ισπανίας και Αμερικής, μεταξύ οικείου και ανοίκειου, μεταξύ νέου και κλασικού, η τέχνη που μας αφορά κάπου σε κάποιο "μεταξύ' δημιουργείται... Της Ελένης Φουντή
Βάλτε όποιο δίσκο της Marta Sánchez θέλετε και μετά απαντήστε γρήγορα στην ερώτηση: “είναι αυτή η τζαζ προσβάσιμη ή όχι;”. Θα δείτε ότι δεν θα ξέρετε τι να πείτε. Κι αυτό είναι το ωραίο και ιντριγκαδόρικο στην περίπτωση της Ισπανίδας. Εκεί που νομίζεις ότι ακούς γνώριμα πράγματα, ότι έχεις οριοθετήσει την ηχητική περιοχή, ξαφνικά μια συναρπαστική μουσική στροφή σε στέλνει σε terra incognita, σε μια νέα τζαζ η οποία όμως ακούγεται συγχρόνως οικεία, αλλά και φρέσκια χωρίς να γίνεται ποτέ πειραματική. Άλλοι ξεφεύγουν, άλλοι εμβαθύνουν σε πιο γνωστές, κλασικές φόρμες (και εδώ δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι βρίσκω την αντίληψη του πειραματισμού ως αυταξίας τουλάχιστον ξεπερασμένη - για να μην πω και συντηρητική - ως άποψη, οπότε υπό αυτή την έννοια κάλλιστα μπορεί ένας πχ post-bop, spiritual ή cool jazz δίσκος σήμερα να με αφορά προσωπικά εξίσου με έναν avant ή free jazz δίσκο, αλλά βέβαια όλα κρίνονται κατά περίπτωση) και η Marta Sánchez εξερευνά με γενναιόδωρο συναίσθημα αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας και νομίζουμε ότι τα αυτιά μας έχουν εξαντλήσει (κούνια που μας κούναγε) για να μας το προσφέρει αλλιώς.
Η Μαδριλένα Sánchez σφυρηλατήθηκε μουσικά στην Ισπανία με σπουδές πιάνου, σημαδούρα τον μύθο της Carla Bley και μέντορα – καθηγητή τον Αργεντίνο πιανίστα και συνθέτη Guillermo Klein. Όχι κι άσχημα για την τότε νεοφερμένη δημιουργό, που αργότερα, μετά τη μετακόμισή της στη Νέα Υόρκη, είδε τη τζαζ κοινότητα να την υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες, βραβεύσεις, αφιερώματα στους New York Times και τα ρέστα.
Το πιο σημαντικό στοιχείο του “εξαμερικανισμού” της ήταν η σταθερή υιοθέτηση του κουιντέτου ως βασικού δημιουργικού σχήματος δισκογραφικά, όχι ως προς τα πρόσωπα (ειδικά, δε, στο φετινό της άλμπουμ περί ου ο λόγος συναντάμε σχεδόν μόνο νέους συνεργάτες), αλλά ως προς το φορμάτ: δύο σαξόφωνα (συχνά σε τονική αντίθεση), μπάσο, ντραμς και φυσικά η ίδια στο πιάνο. Δεν θα καταφύγω βέβαια σε απείρου κάλλους ποδοσφαιρικές απολυτότητες για ομάδες που κερδίζουν και δεν αλλάζουν (δεν έχει τέτοια η τζαζ ευτυχώς), αλλά πάντως η Ισπανίδα έτσι τη βρίσκει τα τελευταία χρόνια και καλά κάνει αφού σκοράρει αδιαλείπτως. Και οι τρεις προηγούμενοι δίσκοι του κουιντέτου, “Partenika” (2015), “Danza Imposible” (2017) και “El Rayo De Luz” (2019) είναι θαυμάσιοι, αλλά νομίζω ότι με το “SAAM (Spanish American Art Museum)” η εξερεύνηση είναι πιο εμβριθής από ποτέ.
Εδώ, πλην του κουβανού σαξοφωνίστα Roman Filiu που ξέρει από παλιά, η Sánchez όπως είπα και πριν επιλέγει νέους συνεργάτες: τον Alex LoRe (άλτο σαξόφωνο), τον Rashaan Carter (μπάσο) και τον Allan Mednard (ντραμς), όλοι περιζήτητοι στη σύγχρονη νεοϋορκέζικη σκηνή. Ο δίσκος είναι απλός και πολύμορφος μαζί, μεταδίδει μια δυναμικότητα και ορμή συναισθημάτων που σε παρασύρουν, αλλά δεν κάνει ποτέ “θόρυβο”. Την περίοδο που τον ετοίμαζε, η Marta βρισκόταν σε lockdown, έχασε τη μητέρα της και προσπαθούσε μέσα από τις συνθέσεις της να τα πει όλα: Πώς έχει γαλουχηθεί μουσικά από τον συγκερασμό της ισπανικής με την αμερικανική μουσική παράδοση, πώς μοιάζει ο πόνος της απώλειας και πώς βρίσκει κανείς νόημα και κουράγιο να ζει σε έναν κόσμο που συνεχώς σε πετάει από τη μία μαύρη τρύπα στην άλλη. Και το πετυχαίνει θεαματικά. Το κεντρικό κομμάτι του δίσκου “Marivi”, στο οποίο συνδράμουν επίσης η κιθαρίστρια και βοκαλίστα Camila Meza που τραγουδάει στα ισπανικά, η μειλίχια τρομπέτα του Ambrose Akinmusire και η Charlotte Greve στα synths, είναι αφιερωμένο στη μητέρα της Sánchez και μία από τις πιο μελαγχολικές και ευαίσθητες στιγμές του δίσκου, ίσως μαζί με το “December 11” όπου η Ισπανίδα ξεδιπλώνει κιόλας το ταλέντο της στο πιάνο με ένα εντυπωσιακό περίτεχνο σόλο. Στον αντίποδα, το “If You Could Create It” με το σαξόφωνο - οδοστρωτήρα του Roman Filiu είναι αισιόδοξο, ενώ το opener “The Unconquered Vulnerable Areas” φτάνει πράγματι απάτητες κορυφές αμφισημίας ως προς το ισοζύγιο μελωδίας και τεχνικής πολυπλοκότητας (αδύνατον να αποφασίσεις τι υπερισχύει). Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στο πολυρυθμικό, πολυφωνικό, πολυαπ’όλα θα έλεγα chamber “The Hard Balance”, στο οποίο βλέπουμε στην πράξη τι συμβαίνει όταν ένα κουιντέτο λειτουργεί σαν ένας άνθρωπος. Ακόμα και το σούπερ badass σόλο του μπάσου σε αυτό το κομμάτι μοιάζει με γρανάζι χωρίς το οποίο η κίνηση της μηχανής γιοκ.
Η ίδια η Sánchez βέβαια λέει ότι οι δυσκολίες των περασμένων δύο χρόνων την ζόρισαν, αλλά αυτό που επικοινωνείται στον ακροατή είναι ότι όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω, αλλά τουναντίον άρπαξε χαρτί, μολύβι, έκατσε στο πιάνο και φύγαμε όλοι αμέσως για μέρη παράξενα, όπου οι συνθέσεις μοιάζουν με αυτοσχεδιασμούς και η λύπη κάθεται στο ίδιο τραπέζι με το σκέρτσο. Και όντως, χάρη στο ταλέντο και την εφευρετικότητά της, σε έναν και μόνο δίσκο η Sánchez εκθέτει ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό συναισθημάτων. Και μία παράξενη αίσθηση ότι ακόμα και μετά από πάμπολλες ακροάσεις δεν ξέρεις τι ταμπέλα να βάλεις στη τζαζ που φτιάχνει, ούτε καν για ποιο λόγο σου αρέσει τόσο. Ταλαντούχοι συνθέτες που σε αφήνουν μονίμως με απορίες, αυτή η υπέροχη μάστιγα.