Όχι πως μπορεί να είναι ποτέ κανείς σίγουρος για το πώς θα του φανεί κάποιος που ξανασυναντά μετά από αρκετά (δεκατέσσερα για την ακρίβεια) χρόνια. Αλλά να, αφήνει ανοιχτά τα παράθυρα προς το ολοκληρωτικό στυλ του Martin L. Gore αυτό το αναθερμασμένο και όμοιο στα περισσότερα σκηνικό των διασκευών. Δύο προσπάθειες, ένας τίτλος, ίδιος ψυχισμός που λεπτομερώς εκφράζεται με συνθέσεις άλλων και καμιά δική του. Ακόμα και τα κριτήρια για την γκάμα των επιλαχόντων έμειναν απαράλλαχτα με εκείνα του 'Counterfeit' του 1989.
Ο Martin L. Gore είναι επιρρεπής σε τραγούδια μελαγχολικά, βιωματικά, ερωτικά, αλλά και με έκδηλη την ατμόσφαιρα, πικρή ή απλώς φορτισμένη. Πάντοτε όμως τόσο αυστηρή και προσωπική, ώστε να διαψεύδει εκ των υστέρων τις όποιες αρχικές εκτιμήσεις πως κανένας ξένος νους δεν θα βρει - αυτή είναι η δόκιμη λέξη - χώρους να δράσει πάνω και μέσα τους. Ό,τι ίσχυε και για τον Marc Almond, αν θυμάστε.
Το δεύτερο 'Counterfeit' ανοίγει με το 'In My Time Of Dying', ένα παλιό και πολυαγαπημένο κομμάτι, το οποίο ορθότατα αναφέρεται στα credits ως παραδοσιακό. Ουσιαστικά για τέτοιο πρόκειται, που αρχικώς κατέγραψε ο Blind Willie Johnson ως 'Jesus Make Up My Dying Bed', αλλά στις μετέπειτα εκδοχές του υπέστη μικρές αλλαγές σε τίτλο και στίχους. Τι και αν έχει ηχογραφηθεί από τον Bob Dylan, τι και αν έχει τραγουδηθεί από τον Robert Plant σε εκείνη την μακρόσυρτη, επική εκτέλεση των Led Zeppelin; Ο Martin L. Gore μπορεί να μην έχει τη φωνή, τολμάει όμως με στόφα. Αν κάποια φορά αυτό είναι οδυνηρό, ως κίνηση περισσότερο παρά ως συναίσθημα, αυτή είναι σίγουρα η πρώτη-πρώτη. Την ξεπεράσαμε αλλήλοις. Εξάλλου, αυτό έκανε και η Lydia Lunch με τον Rowland S. Howard στο Memphis του Tennessee για το 'Shotgun Wedding', δίνοντας στο συγκεκριμένο track μια ξερή, δηλητηριώδη εκτέλεση. Και ως τέτοια καταγράφεται και η εδώ περιεχόμενη.
Ομοίως το αυτό ισχύει επίσης για τα 'I Cast A Lonesome Shadow' (Hank Thompson), 'Oh My Love' (John Lennon), 'Stardust' (David Essex) και 'By This River' (Brian Eno). Όταν ο Martin L. Gore διασκευάζει μάθαμε πως αναδεικνύει στις ενορχηστρώσεις την κρυμμένη λιτότητα των μελωδιών. Και το κάνει με τόση ελαφρότητα και εντυπωσιασμό, σαν σε μαγικό τρυκ.
Κάτι που διαρρηγνύει ακόμα και τις περισσότερο αδύναμες στιγμές του cd. Δύο είναι όλες και όλες δηλαδή και για διαφορετικό λόγο: το 'Tiny Girls' του Iggy Pop, επειδή είναι μέτριο και το 'Lost In The Stars' του Kurt Weill, διότι έχει διασκευαστεί τόσες πολλές (αμέτρητες) φορές που ούτε ένας χαρισματικός Martin L. Gore έχει να πει κάτι άλλο με αυτό. Το κάνει δειλά-δειλά και ανάλαφρα στο 'Candy Says' των The Velvet Underground βεβαίως, αλλά μη φαντάζεστε τίποτα τρελό, ίσα να μη γίνει η τρίτη στιγμή με κίτρινη κάρτα και μόνο αυτό. Τα υπόλοιπα αφήνονται στις συνθέσεις καθαυτές και στο συμβολισμό τους που ακόμα βρίσκει απήχηση. Ειδικότερα στο 'Lost In The Stars' λείπει εκείνη η γλυκιά και τραγική μαζί, μπρεχτική θεατρικότητα ενός Marc Almond, ικανή να συλλάβει και όχι να αποδώσει μόνο το κλίμα του πρωτότυπου.
Τουναντίον, η ατμόσφαιρα του 'In My Other World' της Julee Cruise και του 'Loverman' του Nick Cave είναι κολλητικές. Σε όλες τις επιλογές του Martin L. Gore αν περισσεύει κάτι, αυτό είναι όπως διαπιστώνουμε η ευρύτερη περιέργεια. Σημειώστε το.
Τελευταίο άφησα ένα, το 'Das Lied Vom Einsamen Madchen', διότι με κατέκλυσαν οι σκέψεις. Με ποιες λέξεις να γράψω για αυτό το σπουδαίο τραγούδι της Nico (από το 'Camera Obscura' του 1986, ως Nico + The Faction και σε παραγωγή John Cale) και το οποίο στον αυθεντικό του τίτλο η τελευταία λέξη ήταν στον πληθυντικό (η ακριβής αγγλική του μετάφραση είναι 'The Song Of The Lonely Girls'). Ο Martin L. Gore το έχει ανυποψίαστα κατακτήσει, ήσυχα και χωρίς κλαγγές, αναπνέοντας την παρακμή του και εκπνέοντάς της πίσω ως χτύπους μιας καρδιάς σαν αέναο εκκρεμές. Μοναχικό τραγούδι, ερμηνεύεται με παρόμοιο ύφος (αυτό το σπάσιμο της φωνής!).
Δεν χρειάζονται άλλα λόγια. Με τους Martin L. Gore και Marc Almond, δύο από τους κορυφαίους της γενιάς των eighties διδαχτήκαμε πώς και τι να ορίζουμε διασκευή και να μην παραπλανούμε. Το 'Counterfeit' του 1989 ήταν το πρώτο κεφάλαιο και αυτό εδώ το δεύτερο. Εξίσου διδακτικό, χρήσιμο, σπουδαίo και αξιέπαινο.