Σε μια παρατεταμένη περίοδο ανακύκλωσης στη μουσική, από το πιο γενικό (όπως αναβίωση της τάδε δεκαετίας) μέχρι το πιο ειδικό (δεν αφήνουμε ούτε riff να πάει χαμένο), ήταν θέμα χρόνου να μιλήσουμε και για την αναβίωση του trip-hop. Κάτι που στην ουσία δεν σημαίνει τίποτε παραπάνω από το ότι πέντε δέκα Bristol-έζοι αποφάσισαν να βγάλουν δίσκο μέσα στο 2008, μια δεκαετία και βάλε δηλαδή από τότε που το είδος ήταν στα ντουζένια του.
Από αυτές τις φετινές κυκλοφορίες ξεχωρίζουν οι απροσπέλαστοι Portishead που στο "Third" μεταλλάσσουν το σύνηθες noir τους σε dark και το εκ διαμέτρου αντίθετο "The Blue God" της Topley-Bird. Αυτό της Topley-Bird είναι περισσότερο 'lounge-pop' ή 'pop-noir' ή 'pop-soul' ή 'ψυχεδελική pop' ή σκέτη pop ή ό,τι άλλο θέλετε από trip-hop, η παλινόρθωση του οποίου είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει την Μαρτίνα. Μην ξεχνάμε ότι στο "Maxinquaye", που την έκανε γνωστή και την ακολουθεί ακόμη σε κάθε βήμα της, ήταν ακόμη τινέιτζερ και ότι το "Quixotic" του 2003 ήταν περισσότερο ένας δίσκος 'της πρώην του Tricky' παρά το πρώτο προσωπικό της cd. Με το βιογραφικό πια φορτωμένο συνεργασίες με Primus, David Holmes, Gorillaz, Queens Of The Stone Age, Roots Manuva, μέχρι τις πολύ πρόσφατες συμμετοχές στα "Saturnalia" των The Gutter Twins και "Blood, Looms and Blooms" της Leila, κυκλοφόρησε φέτος το δεύτερο δίσκο της, "The Blue God".
Ήδη από το φεστιβάλ του Montreux το 2004 είχε παρουσιάσει το "Poison" ως τραγούδι από τον επόμενο δίσκο της. Δεν ξέρω αν περίμενε τέσσερα χρόνια για να μαζέψει τα υπόλοιπα τραγούδια, ή για να πείσει την εταιρία να τα κυκλοφορήσει, ή για να ξαναέρθει το trip-hop στη μόδα (λέμε τώρα), ή για να ψήσει τον Danger Mouse να κάνει την παραγωγή. Αν πρόκειται για το τελευταίο, χαλάλι. Ο 'πολύς' Brian 'Danger Mouse' Joseph Burton, μετά την παραγωγή στο "Modern Guilt" του Beck κάνει μια ακόμη υποδειγματική δουλειά και θέτει υποψηφιότητα για παραγωγός της χρονιάς.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του δίσκου είναι τα φωνητικά της Martina: Αλλού ψιθυριστά κι αλλού αιχμηρά, με ευελιξία και σκέρτσο, υποστηρίζονται από την πολυτελή και ταυτόχρονα μίνιμαλ παραγωγή. Ο ήχος είναι πυκνός με ζωηρά κρουστά, πιασάρικα μπιτ, έντονες μπασογραμμές και κοφτερές κιθάρες όταν χρειάζεται. Με διαφορετικά στιλ, μια ελαφριά dub αίσθηση, και σαφείς αναφορές στο παρελθόν που δεν γίνονται ποτέ παλιομοδίτικες, η Topley-Bird έφτιαξε ένα δίσκο προορισμένο να αρέσει στους πάντες. Από τη μια βγάζει μια μαγκιά σαν να τους γράφει όλους στα παλιά της τα παπούτσια και από την άλλη δεν κρύβεται ότι γουστάρει τρελά να κάνει επιτυχία. Αν και κατά βάθος κύριος στόχος της είναι ο Θάνος 'swinging και groovy' Σιόντορος. Οπότε για να σιγουρέψει τα πράγματα έκανε και μια αξιοπρεπή διασκευή στο "April Grove" των Chrysalis (ο Θάνος κι ο Θανάσης πάντως προτιμούν την πρωτότυπη εκτέλεση της Nancy Nain).