Knocknarea
Μάντσεστερ, ασπρόμαυρο εξώφυλλο, ηχοτοπία επιρροής Godspeed, τι μπορεί να πάει στραβά; Θεωρητικά πολλά... Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Το ζήσαμε στα ‘90s και δεν ήταν καλό. Όχι, δεν αναφέρομαι στην παρατεταμένη και κάποιες φορές εκνευριστικά ανούσια διαμάχη μεταξύ των Oasis, Blur, Suede και Pulp για τα πρωτεία της brit pop, αλλά στο άλλο παρατραβηγμένο. Ποιο; Το να αποθεώνεις κυριολεκτικά κάποια συγκροτήματα μόλις από το πρώτο σινγκλ που κυκλοφόρησαν. Οι σχετικές υπερβολές, ιδίως του ΝΜΕ, από ένα σημείο και μετά είχαν χάσει επαφή με τη σοβαρότητα και έμοιαζαν ύποπτες. Η βρετανική μουσική αυτοκρατορία τότε δε ζούσε τις ενδοξότερες μέρες της και πάσχιζε με κάθε τρόπο να τις ανακτήσει. Ως εδώ καλά. Τι γίνεται όμως όταν για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια πραγματικά νιώθεις έτσι;
Τι έλεγαν οι παλιοί; Δάσκαλε που δίδασκες… Εντάξει, το αποδέχομαι, αλλά αφήστε με να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί πιστεύω πως το ντεμπούτο ΕΡ “Knocknarea” μου δίνει την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα που δουλεύει χρόνια τον ήχο της για να τον φτάσει σε τέτοιο επίπεδο. Το ξεκαθαρίζω εξαρχής: Οι Maruja δεν κέρδισαν κανένα πόντο επειδή η μουσική και οι στίχοι τους ακούγονται μάλλον δυσοίωνοι και παραπέμπουν σε δυστοπικά τοπία. Για να μην πω ότι ανάλογες εσχάτως πολυφορεμένες καταστάσεις πλέον δε με προδιαθέτουν και πολύ θετικά. Το ίδιο θα συνεπαγόταν και το γεγονός ότι το κουαρτέτο αυτό κατάγεται από το Μάντσεστερ, αν βρισκόμασταν στο peak του Madchester. Τώρα όμως έχει μπει πολύ νερό στο μουσικό αυλάκι και ευτυχώς τα πράγματα δε στριμώχνονται εκούσια σε κανόνες. Κι αυτό είναι καλό. Υπάρχουν όμως κάποια άλλα σαφώς καλύτερα και πιο ενδιαφέροντα.
Το έκαναν οι παλιοί και καυχώνταν πως είναι αλάθητο κριτήριο. Έδιναν μεγάλη σημασία στο εξώφυλλο, διότι θεωρούσαν ότι μαρτυρά πολλά για τη μουσική, τον στίχο και γενικά την ποιότητα μιας κυκλοφορίας. Κι αν δε με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο το αλάθητο του κριτηρίου στις μέρες μας, αυτό δε σημαίνει ότι δεν κάνω κι εγώ κάθε φορά το τεστ. Εδώ, λοιπόν, με το που βλέπεις το artwork στο εξώφυλλο του “Knocknarea” σκέφτεσαι Godspeed You! Black Emperor. Κι όταν η μουσική αρχίσει, εύκολα διαπιστώνεις ότι οι Harry Wilkinson (κιθάρα, φωνητικά), Jacob Hayes (ντραμς), Matt Buonaccorsi (μπάσο) και Joe Carroll (σαξόφωνο) έχουν λιώσει τους δίσκους των GY!BE. Μια στιγμή, όμως: μην προτρέξετε και θεωρήσετε ότι αυτό είναι κακό.
Ναι, η μουσική τους είναι κατακλυσμένη από έντονα και ως επί το πλείστον όχι ευχάριστα συναισθήματα, αλλά (μοιάζει να) έχει κάτι που γίνεται όλο και σπανιότερο: κάθαρση. Μη με ρωτάτε πώς ή γιατί το ξέρω. Αυτό δεν είναι παρά η αίσθησή μου, αλλά μου ακούγεται ως κάτι το απτό και αυταπόδεικτο. Σίγουρα έχει παίξει ρόλο το ότι αγαπώ τη jazz, το post-rock και την ψυχεδέλεια και μάλιστα όταν συμπορεύονται αβίαστα, δημιουργώντας ατμοσφαιρικά και κινηματογραφικά ηχητικά τοπία. Εδώ όμως, περισσότερο από όλα αυτά, με κέρδισε κάτι άλλο, που απογειώνει τη μουσική τους: το σαξόφωνο. Ο ήχος των Maruja δεν έχει και σαξόφωνο, αλλά έχει σαξόφωνο και άλλα όργανα που το πλαισιώνουν. Δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που σε κάνει να μην ασχολείσαι σχεδόν καθόλου όχι με το τι απομένει στην κιθάρα να κάνει, αλλά με το αν υπάρχει καν αυτή. Όπως συνέβαινε στις μπάντες που έπαιζε ο τεράστιος Mel Collins, με αποκορύφωμα τους King Crimson. Φυσικά, δεν είμαι τόσο βλάσφημος, ώστε να συγκρίνω τον Joe Carroll με τον Collins, αλλά πώς να μην πω ότι κι αυτός ο τύπος σε καθηλώνει;
Το ίδιο απαρατήρητοι είναι αδύνατο να περάσουν και οι στίχοι τους, οι οποίοι απέχουν μεν αρκετά από το να χαρακτηριστούν ποιητικοί, αλλά είναι απίστευτα δυναμικοί μέσα στη λιτότητά τους και αφοπλιστικά εσωτερικοί. Ό,τι τους λείπει από τεχνική, το αναπληρώνει η εκφορά τους, που επίσης είναι απόλυτα επιβλητική. Όταν ο Wilkinson μιλά, απλά τον ακούς, γιατί περνάει χωρίς να το καταλάβεις από το “When the words fly the meaning grows old” στο “When it seems all but hopeless / Let vision stay focused”.
Από τις πρώτες νότες του εισαγωγικού “Thunder” αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι σημαντικό μόλις έχει ξεκινήσει. Οι GY!BE βρίσκουν στο δρόμο την ένταση και το πάθος των Mystery Machine, ενώ οι Tuxedomoon χαμογελούν με ικανοποίηση. Από το χάος στην ηρεμία, μετά στη σιωπή και πάλι πίσω. Το “Blind Spot” είναι επιπέδου Black Country, New Road, έχει μπάσο βγαλμένο από τα ‘80s και αυτούσιες αναφορές στη jazz φιλοσοφία και την εφιαλτική ματιά των King Crimson. Πλέον η προετοιμασία για το “The Tinker” έχει γίνει, έτσι ώστε να φανεί πως έχουμε να κάνουμε με μια εφιαλτικά ανακυκλωτική σύνθεση που θα την αδικήσουμε αν την πούμε nu jazz και δεν τη δούμε ως jazz-rock. Ο επίλογος του “Kakistocracy” έχει μια επιβλητική drone ατμόσφαιρα που οδηγεί σε ανάλογα των GY!BE ξεσπάσματα, με τον Wilkinson να φωνάζει με αγωνία τους στίχους και να σε κρατά στην τσίτα, δίνοντάς σου δυόμιση λεπτά σιωπής και προοδευτικής μουσικής ηρεμίας μέχρι το τέλος, για να συνειδητοποιήσεις πού είχες μεταφερθεί. Αυτό ήταν. Τέσσερα τραγούδια.
Πλέον, ο καλύτερος τρόπος να αντισταθείς δεν εκφράζεται μέσω οποιασδήποτε συλλογικότητας ή ανεξέλεγκτης οργής, αλλά με πάθος και… αγάπη. Εντάξει, αυτό δεν το μαθαίνουμε για πρώτη φορά από το “Knocknarea”, αφού το “F♯ A♯ ∞” κυκλοφόρησε πριν εικοσιέξι χρόνια. Καλό δεν είναι όμως που μας το θυμίζει;