Ρε, αν είχα εγώ την Low Impedance θα τους είχα στρώσει για τα καλά. Θα τους είχα βάλει, να πούμε, να ηχογραφήσουν τουλάχιστον τρεις αιματηρές διασκευές σε αρενμπιά χιτάκια της εποχής, ένα-δυο περάσματα σε ξεχασμένα classics από τη Δανάη και τα Καλουτάκια και θα προσέφερα στα μέσα τροφή για τα θηρία, στον λαό αφορμές για στροφή στη δυσνόητη ποιότητα και στο επίδικο ντουέτο την ευκαιρία να επικυρώσουν την παροιμία με τα κεράσια και τα καλάθια. Θα άφηνα την προσωπική διάνοια στην άκρη και θα έδινα χώρο στην πειραγμένη μελωδία της αρπαχτής. Και κατόπιν τούτου θα αναρωτιόμασταν μαζί, προς τι όλα αυτά;
Προς τι όλα τα άλλα θα μου πεις τώρα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η ωμή, επιθετική και με τάσεις αποδόμησης μουσική/ τραγουδοποιΐα δεν ανακαλύφτηκε από τους Mary And The Boy. Υπάρχει μάλιστα μια θεωρία που μας λέει ότι πρώτα υπήρξε αυτή και έπειτα ήλθαν οι μελωδίες, οι οργανωμένοι ρυθμοί και τα εύπεπτα ρεφρενάκια. Λογικό... εν αρχή ην το χάος, που λένε! Από την άλλη όμως είναι πάρα πολλοί αυτοί που τα εν λόγω ακατάστατα μουσικά αγαθά τα ανακάλυψαν μέσω των Mary And The Boy. Και αυτοί μας δημιουργούν το πρόβλημα και μας αναγκάζουν να προλογίζουμε ατέρμονα.
Αν υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης οι 437 δίσκοι της Diamanda Galas, ας μην ακούσει τούτο το άλμπουμ. Συνεχίζουμε.
Μην ψάχνετε πολύ για το πιο μαύρο τραγούδι του δίσκου. Είναι το Birth και είναι το εναρκτήριο. Και αν η γέννηση εκ των έσω είναι μια ατέλειωτη κλάψα χωρίς γνώση του "γιατί" εκ του υποκειμένου αυτής, με ακρίβεια το τραγούδι ακολουθεί τα βήματά της. Εδώ "χάνεται" πρόωρα η Mary από το πεδίο των όσων αντιλαμβανόμαστε, αλλά υπάρχει εντός ο Boy. Το Cock είναι συγκλονιστικό. Εδώ επανέρχεται προς τα μας η Μαίρη και απομακρύνεται ο Boy και δεν μας αφορά το ότι ο στίχος "I am a cock/ do you wanna suck me? I am Jesus/ I am god" στα χείλη μιας γκόμενας είναι ούτως ή άλλως προκλητικό/ συγκλονιστικό/ σοκαριστικό/ βλάσφημο και ίσως επιτηδευμένο. Ας το βάζαμε και εμείς στο δίσκο μας.
Στο Prayer είναι που απογειώνονται οι ατμόσφαιρες και διακόπτεται το εναλλακτικό πήγαινε-έλα. Απουσιάζουν αμφότεροι κάπου μακριά. Όπως και στα πρώτα δευτερόλεπτα του αμέσως επόμενου Jesus, μέχρι να επιστρέψουν για ένα ακόμη βλάσφημο -στα όρια της ευσέβειας- spoken word. Το τελικό Death είναι το κομμάτι του Boy. Και ολοκληρώνεται ο δίσκος χωρίς να κολλάς σε σαχλαμάρες για ηλεκτρικές χουκσβάρνες, ολοκληρωτικές αρνήσεις μετατονίας και ναρκισσιστικούς λαρυγγισμούς.
Στον ισχυρισμό ότι κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα σηκωθεί ποτέ από τον καναπέ του να βάλει να ακούσει αυτόν το δίσκο, δεν χρειάζεται να απαντήσουμε. Στην αγωνία της κατηγοριοποίησης εγώ θα έβαζα το Mary And The Boy S/T στο ράφι με τα κατατονικότερα των πιο γκοθιάρικων στιγμών της δισκοθήκης μου. Το goth είναι το μουσικό είδος εκείνο που το αρνούνται ολοκληρωτικά όσοι το υπηρετούν με τη δυνατότερη αξιοπρέπεια. Οφείλουν να το αρνηθούν επομένως και η Mary και ο Boy. Υπάρχουν όμως κάποιοι δίσκοι, που η απουσία οποιασδήποτε θετικής αύρας και κάθε ευχάριστου συναισθήματος, επικεντρώνει την έντασή τους στα κατά τα άλλα ευπρόσιτα σκοτεινά μονοπάτια της σκέψης των υποψήφιων ακροατών.
Πέραν τούτων, το άλμπουμ δεν φείδεται μελωδιών, δεν είναι όσο ρετρό θα περιμέναμε κάποιοι από εμάς, ούτε και τόσο lo-fi όσο ισχυρίζονται οι δημιουργοί του. Ο ήχος των Mary and The Boy είναι το ιδανικό αντίβαρο στην κουραστική αντίληψη συγκροτημάτων που μόλις βρουν ιδανικές ηχοστουντιακές συνθήκες να δράσουν, εγκαταλείπουν την αγωνία της έμπνευσης και αγχολυτικά παρακολουθούν το πόσο μπροστά είναι τα μπάσα από τις κιθάρες και την πορεία της παραμόρφωσης στα leds της κονσόλας. Ο ήχος των Mary And The Boy ικανοποιεί σε ιδανική αναλογία δικαίου την αισθητική τους και αυτό πρέπει να είναι το ζητούμενο. Δεν ζούμε δηλαδή για την ημέρα που οι Dead Moon θα ηχογραφήσουν με την Φιλαρμονική του Λονδίνου.
Με panic button ένα απείρως επαναλαμβανόμενο ουρλιαχτό, με κωδικούς περιπαιχτικά αμφίσημα και σαρκαστικά προκλητικά στιχάκια και προγραμματισμένος να ενεργοποιείται με το παραμικρό εξωτερικό ερέθισμα, ο πρώτος δίσκος των Mary And The Boy είναι ένας συναγερμός αφύπνισης προς όσους θεωρούν ότι ο ρόλος της pop μουσικής είναι να κληρονομεί αθώα χιτάκια για τις ρετρό συλλογές της κάθε επόμενης δεκαετίας. Είναι μια ιδανική αφορμή για να ζοριστείτε στις ακροάσεις σας και να σταματήσετε να σιγοψιθυρίζετε σαχλαμάρες. Είναι και το δεύτερο ελληνικό άλμπουμ που χτυπάει δεκάδα για φέτος, ενώ αναμένεται ήδη το τρίτο.