Amaryllis/Belladonna
Δύο δίσκοι, μία κιθάρα, μία δημιουργός, πολλοί νέοι μουσικοί ορίζοντες... Και μία ενθουσιώδης αποτίμηση της Ελένης Φουντή
Να αγιάσει το χέρι σου βρε Mary Halvorson. Όχι μόνο επειδή έφτιαξες την πιο ουράνια τζαζ σε όλο τον ντουνιά εδώ και καιρό, αλλά και γιατί μου δίνεις μοναδική ευκαιρία να σχολιάσω την σε μένα ακατανόητη, αλλά προσφιλή μεταξύ δισκοκριτικών αντίληψη, ότι σε μια κλίμακα αξιολόγησης έως 10, το 10 δεν υφίσταται λέει ως επιλογή, γιατί ακόμα κι αν είμαστε ενθουσιασμένοι με έναν δίσκο, δέον όπως κρατηθεί επιφύλαξη για τυχόν αναδίπλωση στο μέλλον και γιατί το 10 απονέμεται μόνο στο τέλειο, το οποίο ως γνωστόν δεν απαντάται. Καλά, το δεύτερο σκέλος, ανάλογο του πάλαι ποτέ νεομεσαιωνικού “ο μαθητής μπορεί να φτάνει μέχρι το εννέα· το δέκα το φυλάμε για τον Θεό”, περιττεύει και να σχολιαστεί. Αλλά εγώ παιδιά διαφωνώ και με το πρώτο. Σιγά μην εκφραστούμε και με όρια συναρτήσεων.
Μια δισκοκριτική δεν είναι τίποτα περισσότερο από την άποψη ενός ανθρώπου τη στιγμή που εκφέρεται. Φυσικά μπορεί αύριο να αλλάξεις γνώμη (ευτυχώς δεν είμαστε πια δεκατριών χρονών ώστε να θεωρούμε την ακαμψία απόψεων ως εχέγγυο εγκυρότητας), αλλά αν σε ξετρελαίνει ένας δίσκος, τη στιγμή που σε ξετρελαίνει, θα πεις “με ξετρελαίνει”. Αν αυτή είναι η πραγματικότητα, αυτό είναι το ωφέλιμο να μεταδώσεις στον όποιον σου κάνει την τιμή να σε διαβάσει. Ασφαλώς, μια ακραία κατάσταση κατά την οποία θα έπεφταν τα δεκάρια βροχή θα καθιστούσε την όλη φάση ανούσια, αλλά εδώ είμαστε στο άλλο άκρο. Δεν βλέπουμε ποτέ πουθενά ένα 10/10, ένα 5/5, πέντε αστεράκια, πείτε το όπως θέλετε. Τι αχρείαστη συντηρητική κοινοτοπία είναι αυτή; Ποτέ κανείς πουθενά δεν άκουσε μια μουσική να του πετάξει τα μυαλά έξω; Γιατί να ενοχοποιείται η απόλαυση με την επίκληση μιας δυνητικής επιφύλαξης; Το λες και λυπηρό.
Είναι προφανές νομίζω ότι αυτά τα λέω επειδή πρόκειται να κοπανήσω ένα τεράστιο δεκάρι στη Halvorson εδώ, με δυο χέρια. Θα εξηγήσω αμέσως γιατί. Η Halvorson είναι ασφαλώς μία από τις σημαντικότερες δημιουργούς και κιθαρίστριες της γενιάς της στη σύγχρονη τζαζ, το ξέρουν και οι πέτρες. Αυτή τη στιγμή όλοι θέλουν να δουλέψουν μαζί της, είναι ενεργή συνεχώς δισκογραφικά, είτε ως leader (τηρεί διάφορα σχήματα), είτε σε συνεργασία με τον Anthony Braxton, είτε ως μέλος των Thumbscrew (ονοματάρα) με τον Michael Formanek και τον Tomas Fujiwara, είτε με πάμπολλους άλλους τρόπους (δεν έχει νόημα να απαριθμηθούν), έχει συνεργαστεί με τον Marc Ribot, με τον John Zorn στο έργο αναφοράς “Bagatelles” (αναζητήστε το οπωσδήποτε αν σας έχει διαφύγει) και έχει γράψει μουσική και στίχους για τον Robert Wyatt. Και πολλά άλλα.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι με κάθε της βήμα δείχνει νέους δρόμους επαναπροσδιορίζοντας και ανατρέποντας τα όσα ξέραμε για τις προηγούμενες δουλειές της, διατηρώντας ωστόσο ένα κατεξοχήν αναγνωρίσιμο ύφος. Αυτό είναι σπανιότατο στη σημερινή τζαζ, αλλά στην περίπτωσή της απόλυτο. Είναι εντυπωσιακό ότι παίζει κιθάρα, αυτοσχεδιάζει και γράφει μουσική με ένα τόσο προσωπικό ύφος, που ακόμα και σε έναν χώρο τόσο ελεύθερο και ευέλικτο όπως ο αυτοσχεδιασμός και η τζαζ σύνθεση (σήμερα είσαι leader, αύριο πέμπτο όνομα, μεθαύριο σε ντουέτο και αντιμεθαύριο πάλι leader και συνοδεύεσαι και από ορχήστρα και πάει λέγοντας), την ακούς χωρίς να ξέρεις (κανονικά την ακούς· και μεταφορικά) και αμέσως λες “αυτό είναι Halvorson”. Επειδή, δε, η μουσική της ναι μεν πατάει στη jazz, αλλά ενσωματώνει και blues και funk και avant-rock, φυσικά γερές δόσεις κλασικισμού, ακόμα και progressive rock αλλά και indie rock, και αυτά όχι με μια fusion αισθητική, αλλά με έναν δικό της ευφυή τρόπο ανάπτυξης των μελωδιών και των ρυθμών, καταλήγει να είναι καινούριο είδος. Ναι, τελικά η Mary Halvorson είναι μεταξύ αυτών των λίγων καλλιτεχνών που έχουν φτιάξει νέο είδος μουσικής.
Όλα τα στοιχεία που περιέγραψα λοιπόν τα συναντάμε στη φετινή διπλή κυκλοφορία της, “Amaryllis” / “Belladonna”, την πρώτη της δουλειά για την Nonesuch και είναι όλα όχι απλά στην καλύτερη μορφή που τα έχω ακούσει προσωπικά από τη Halvorson, αλλά σε επίπεδο που διαμορφώνουν νέα στάνταρντ. Θεωρώ ότι έχουμε δίσκους αναφοράς εδώ. Πώς να μη βάλω δέκα; Θα κάνω αυτά που κοροϊδεύω.
Το σκεπτικό των δίδυμων δίσκων είναι το εξής: Το “Amaryllis” είναι γραμμένο για ένα σεξτέτο καταξιωμένων αυτοσχεδιαστών που περιλαμβάνουν την ίδια, την Patricia Brennan (βιμπράφωνο), τον Nick Dunston (μπάσο), τον Tomas Fujiwara (ντραμς), τον Jacob Garchik (τρομπόνι) και τον Adam O’Farrill (τρομπέτα). Στη δεύτερη πλευρά συμμετέχει επιπλέον και το πολυζήτητο κουαρτέτο εγχόρδων Mivos (με δουλειές στις πιασάρικες Sacred Bones και New Focus, στη βραβευμένη Atma Classique, αλλά και στην ψαγμένη λιθουανική NoBusiness). Έχουμε λοιπόν έναν δίσκο σημαντικών προσωπικοτήτων και ταυτόχρονα το πολυπληθέστερο σχήμα για το οποίο η Mary έχει φτιάξει μουσική έως τώρα (μέχρι οκτέτο έχει διαχειριστεί ως leader νομίζω). Στο “Belladonna” το σχήμα απογυμνώνεται εντελώς από το σεξτέτο. Εδώ ακούμε μόνο τη Halvorson και το Mivos String Quartet καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου. Μόνο έγχορδα.
Το εγχείρημα είναι ήδη ιντριγκαδόρικο και γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικό όταν διαπιστώνεις ότι το “Amaryllis” του χαμού με τα δέκα άτομα είναι το πιο jazzy, ενώ το “Belladonna” που στερείται τα πνευστά, το βιμπράφωνο και το rhythm section φαντάζει πιο πειραματικό και αταξινόμητο. Η λογική λέει ότι στο “Amaryllis” ευχαριστιόμαστε και στο “Belladonna” εκπαιδευόμαστε, αλλά η ακουστική εμπειρία δεν είναι καθόλου έτσι. Όλο το έργο είναι απρόσμενα άκρως απολαυστικό.
Στο “Amaryllis” η Halvorson χρησιμοποιεί μια αλληλουχία μουσικών θεμάτων που συχνά περιπλέκονται μεταξύ τους με τρόπο που δεν σε αφήνει να διακρίνεις συνειδητά ποια μέρη είναι κεντρικά και ποια υποστηρίζουν τον μελωδικό σκελετό. Αυτοί οι ρόλοι συχνά εναλλάσσονται, οι νότες χορεύουν πάνω στο βιμπράφωνο και το τρομπόνι, ωθούνται προς διάφορες κατευθύνσεις από την κιθάρα και το rhythm section συσκοτίζει ακόμα περισσότερο την κατάσταση δίνοντας funk ή αλλού avant-rock νεύρο. Ίσως μπορεί να καταλάβει κανείς ποια μέρη είναι αποτέλεσμα σύνθεσης (υπάρχουν δηλαδή αδρές μελωδικές γραμμές) και ποια περισσότερο αυτοσχεδιαστικά, αλλά σίγουρα δεν συνειδητοποιείς πόσα διαφορετικά σολαρίσματα και πειραματικά μέρη ακούς. Άλλοι πάσχουν στο να κάνουν τους αυτοσχεδιασμούς τους στοιχειωδώς συμπαθητικούς και η Halvorson κάνει και τα πιο δύσκολα σημεία να μοιάζουν με τραγούδι, όπως π.χ. στο ομώνυμο “Amaryllis”, ή ακόμα περισσότερο στο “Night Shift”. Αυτή είναι μια τεχνική που χρησιμοποιεί συστηματικά η Halvorson, δηλαδή κάποιος που την έχει παρακολουθήσει αρκετά δεν νομίζω ότι θα εκπλαγεί. Όμως εδώ την τελειοποιεί. Το είπα και νωρίτερα, ότι όλα τα χαρακτηριστικά της μουσικής της τα ακούμε στη νέα της δουλειά όχι μόνο καλύτερα από οπουδήποτε πριν αλλά τελειοποιημένα. Δεν ξέρω πού αλλού θα φτάσει, γιατί ήδη βρίσκεται σε κορυφή.
Στο “Belladonna” η κιθάρα της Halvorson στέκεται δίπλα σε δύο βιολιά, μία βιόλα και ένα βιολοντσέλο. Είναι καίριας σημασίας το ότι η κιθάρα βρίσκεται σε παράθεση με το κουαρτέτο και δεν συνοδεύεται από αυτά. Συνήθως η Mary δεν θέλει να πρωταγωνιστεί εμφατικά, αλλά στηρίζει υπόρρητα το μουσικό οικοδόμημά της με όρους ισοτιμίας και συμπληρωματικότητας. Είναι η έμπνευση που σπρώχνει, όχι η επιβολή. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Το “Belladonna” ακούγεται πολύ πιο πειραματικό, πιο χαμηλών τόνων και φεύγει πέρα από τα όρια της τζαζ, στον κλασικό χώρο. Δεν είναι όμως το chamber music αδερφάκι του δίσκου με το rhythm section και τα πνευστά. Και δεν είναι αδερφάκι κανενός γενικότερα. Είναι game changer. Θα τα καταλάβετε αν το ακούσετε αυτόνομα. Εδώ η Halvorson ενώνει τον κόσμο του αυτοσχεδιασμού με τη σύνθεση με χάρη, λεπτότητα, ευφυία, συναίσθημα και τσαμπουκά, δείχνοντάς μας ένα νέο σημείο καλλιτεχνικής ωρίμανσης και συνειδητοποίησης. (Και είναι τόσο νέα!)
Όμοια με το “Amaryllis”, έχουμε πάλι το παιχνίδι εναλλαγών μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών θεμάτων και εδώ νομίζω ότι λειτουργεί ακόμα καλύτερα. Η Halvorson βρίσκεται σε φρενίτιδα δημιουργικότητας. Δεν υπάρχουν “μουσικά θέματα” στο “Belladonna”. Όλο το “Belladonna” είναι “μουσικά θέματα”. Κάθε νότα ακούγεται ως η πιο σημαντική και κάθε σημείο, ακόμα και το πιο δύστροπο, γίνεται γοητευτικό. Πρόκειται επίσης για δίσκο με στυλιστικές αντιθέσεις. Μεταξύ π.χ. της κομψής αρμονίας του “Nodding Yellow” και του εκρηκτικού ομώνυμου “Belladonna” συναντάμε την γνώριμη επιρροή του Django Reinhardt στο “Flying Song” (το οποίο όντως πετάει).
Θέλω τέλος να αναφερθώ και στην ακρόαση από τη σκοπιά της αλληλουχίας των επιμέρους έργων. Αξίζει να διαθέσετε τον χρόνο να ακούσετε τα δυο άλμπουμ με διαφορετική σειρά, όπως και το κάθε ένα μόνο του (ακόμα και αλλεπάλληλα), γιατί είναι δίσκοι - καλειδοσκόπια. Κάθε τρόπος για μένα προσωπικά δημιούργησε νέες σκέψεις, άνοιξε νέους ακουστικούς δέκτες, ήταν μια διαφορετικού τύπου απόλαυση. Μόνο μια πολύ σπουδαία δημιουργός θα είχε σκεφτεί, παράλληλα με την ανάπτυξη των δικών της μουσικών οριζόντων, και τη διεργασία της ακρόασης με λεπτομέρεια.
Αυτή είναι η Mary Halvorson του “Amaryllis” και του “Belladonna”. Μια μεγάλη καλλιτέχνης της εποχής μας στην πλήρη ακμή της. Badass μέχρι το κόκκαλο.