Wealth
Ελληνικό και αγγλόφωνο και indie; Ξέρω πολλούς που θα στράβωναν πριν καν ακούσουν. Δικαίως ή αδίκως όμως; Του Άρη Καραμπεάζη
Η τελευταία φορά που έγραψα κάτι για τους Mary’s Flower Superhead ήταν με αφορμή μια (ακόμη) εξαιρετική ζωντανή εμφάνιση τους στο Κ44, τέτοιο καιρό πάνω κάτω πριν από ...οχτώ χρόνια και με κάποιες αυθαίρετες ίσως (αλλά που δεν τις ανακαλώ) συγκρίσεις με τους Ziggy Was, ειδικά στη σχέση απόδοσης live και δίσκου.
Έλεγα τότε ότι για το Sway (το δεύτερο άλμπουμ τους) θα τα πούμε «προσεχώς άμεσα», αλλά αυτή δεν είναι δα και η μόνη υπόσχεση που δεν τήρησα. Τηρείται πάντως ευλαβικά η υπόσχεση περί του ότι δεν λέμε κάτι για τους δίσκους των φίλων μας, αν δεν έχουμε κάτι (πάρα) πολύ καλό να πούμε (ρωτήστε και έναν πολύ συγκεκριμένο και πολύ φίλο επ’ αυτού). Καλές οι αδέκαστες κρίσεις, αλλά δεν θα χάσουμε και τις φιλίες μας τώρα. Αν τουλάχιστον δεν θέλουμε να τις χάσουμε.
Η ώρα του ‘κάτι-πολύ-καλού’ ήρθε το λοιπόν, έστω και μετά από οχτώ χρόνια (γενικώς καλό πράγμα η υπομονή, παρά τις ροκ-εν-ρολ επιταγές περί του αντιθέτου). Το Wealth είναι ... από χιλιόμετρα το καλύτερο άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει οι συντοπίτες (δικοί μου και των Ziggy Was). Και δεν είναι μέτρο σύγκρισης μόνο για τους ίδιους βέβαια.
Δεν χρειάζεται και ικανότατο αισθητήριο για να το αντιληφθεί κανείς αυτό: ήχος, παραγωγή, κυριαρχία επιτέλους της rhythm section (τα έλεγε και ο Γιάννης Παπαϊωάννου από το 2006), φωνητικά στην ορθά ακροβολισμένη αντιφολκ αμερικανίλα που δίδαξαν τα 90s και αμαύρωσαν με το αντίθετο τα 00s, κιθάρες με εντάσεις νευρώνων, αλλά όχι σε φάση ημικρανίας, τραγούδια που δεν είναι σαν να τα έχεις κάπου ξανακούσει, όλα τέλος πάντων εκείνα τα στοιχεία για τα οποία το ίντυ σώθηκε από τους Girls Against Boys και αποτεφρώθηκε από τους Animal Collective είναι εδώ.
Υπό αυτές τις συνθήκες το Wealth είναι για τον υπογράφοντα (δικηγόρος είσαι φίλε μου και μιλάς έτσι για την πάρτη σου ή απλά βαρεμένος;) το καλύτερο στο είδος του άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει η Inner Ear την τελευταία τριετία τουλάχιστον (να βάλω μια σεζόν ακόμη μήπως;). Ίσως και το μόνο καλό, ποιος ξέρει.
Πέραν όμως των ανωτέρω πρόδηλων από την πρώτη κιόλας ακρόαση, οι Mary’s Flower Superhead του 2018 ευνοούνται εκ του αντιστρόφου και από τις εξωτερικές συνθήκες στον ευρύτατα ταλαιπωρημένο από φιλοσοφίες χώρο της γενικότερης indie-κιθαριστικής σκηνής, στην οποία σταθερά ανήκουν, όσους άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς και αν αναλογίζεται κανείς κάθε που τους ακούει.
Στην παρούσα χρονική στιγμή το λοιπόν δεν υπάρχει κάποιο έντονο ηχητικό και αισθητικό zeitgeist, που είτε να το ακολουθούν συνειδητά, είτε να τους επιβάλλεται δήθεν ασυνείδητα. Nu Rave Emo-ραγίες και λοιπές ασθένειες της κάθε τελευταίας ελπίδας για αδυσώπητο hype, έχουν περάσει στο περίφημο χρονοντούλαπο της ιστορίας, και σε συνθήκες ανοησίας κατά τις οποίες τα όψιμα electro pop χασμουρητά των MGMT χαιρετίζονται ως δήθεν ένα σινιάλο μόνο για να αναγεννηθεί η φάση από την τέφρα της, οι MFS μοιάζει όχι τυχόν να παίζουν χωρίς αντίπαλο, αλλά επί της ουσίας σε άδειο γήπεδο.
To Wealth είναι βέβαια πολλά παραπάνω από μία θεαματική προπόνηση και σίγουρα οι όποιες αναφορές του στον αφρό του ήχου και της αισθητικής του ιδιώματος κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, δεν πρέπει να μας ξεγελάσουν στο ότι δήθεν έχουμε να κάνουμε με ένα δισκογραφικό αντίστοιχο των Stranger Things, Black Mirror κλπ (ελπίζω να πέτυχα κάποιο από αυτά τα σήριαλ στα οποία υποτίθεται ξαναζείς την εφηβεία σου, την πρώτη σου μαλακία κ.λ.π.). Αστεία πράγματα.
Είναι ο δίσκος που δίνει σχεδόν ανάσα ύπαρξης στο αγγλόφωνο ελληνικό ροκ των late 10’s, το οποίο ταλανίζεται να αποδείξει ότι ο Johnny Cash ανδρώθηκε σε δικά μας λιβάδια και ότι μια μέρα θα κάνουμε συλλαλητήρια για να μην μας τον κλέψουν και αυτόν οι αλλοεθνείς γείτονες μας και έπειτα τι θα κάνουμε χωρίς ροκ ήχο βαρύ, νταλκαδιάρικο και σχεδόν αυτιστικά προσκολλημένο σε μία μαυρίλα, που κατά βάση είναι έλλειψη νεότητας εξ αρχής.
Το Wealth αν σώνει και καλά θέλουμε να του προσδώσουμε μία γραφική μεν, ικανή δε να μας σκιρτήσει κάτι, παρομοίωση, είναι ένα καλό σαββατόβραδο στο Berlin ή το Λούκυ Λουκ των late 90s, όταν ακόμη δεν είχε ξεφτίσει η συναρπαστική θαλπωρή του να ακούς το French Disco των Stereolab πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο ήχος που θα μείνει για πάντα μαζί σου, και ότι αν κάποτε καταντήσεις να ακούς free jazz, τότε πράγματι κάτι δεν θα έχει πάει καλά.
Ταυτόχρονα είναι ένας δίσκος που ΔΕΝ θα μπορούσε να ηχογραφηθεί και να κυκλοφορήσει στα late 90s, όπερ και το ζητούμενο όταν μιλάμε για την ούτως ή άλλως εξαρχής περιδίνηση του ροκ σε κάποια απροσδιόριστη καλύτερη εποχή του.
Περισσότερα για τα επιτεύγματα και αυτών και άλλων φίλων και φίλων τους άμεσα (αυτή τη φορά όμως η υπόσχεση θα τηρηθεί).